Σε αυτό το πρώτο ποίημα της συλλογής Τα άνθη του κακού, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1857, συναντάμε όλα τα θέματα που απασχολούν την ποιητική του «καταραμένου» Charles Baudelaire: θάνατος, αμαρτία, ομορφιά του κακού και —κυρίως— πλήξη (spleen), που, αν και κατονομάζεται μόνο στην προτελευταία στροφή, είναι ο αιώνιος εχθρός όλων των ανθρώπων. Ο ποιητής και ο αναγνώστης του, στον οποίο το ποίημα μοιάζει να αφιερώνεται, έχουν εκείνη την αδελφική ομοιότητα και συνενοχή που τους επιτρέπει να συμμαχήσουν για να νικήσουν την πλήξη και να ανακαλύψουν το νόημα.
Η ανοησία, τ’ αμάρτημα, η απληστία κι η πλάνη κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουνε στην ψυχή μας, καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.
Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια, ζητάμε πληρωμή ακριβή για κάθε μυστικό μας και ξαναμπαίνουμε εύκολα στο βούρκο τον παλιό μας, θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.
Πάνω απ’ το προσκεφάλι μας ο Σατανάς γερμένος, πάντα στα μάγια του Κακού το νου μας νανουρίζει την πιο ατσαλένια θέληση μεμιάς την εξατμίζει, αυτός ο μέγας χημικός, ο Τετραπερασμένος.
Ο Διάολος, το νήμα αυτός κρατάει που μας κουνάει! Τα πράματα τα βρομερά πιότερο τ’ αγαπάμε κι όλο και προς την Κόλαση κάθε στιγμή τραβάμε, με δίχως φρίκη, ανάμεσα στο σκότος που βρομάει.
Σαν τον φτωχό ξεφαντωτή που πιπιλάει με ζάλη μιας παλιάς πόρνης αγκαλιά, χιλιοβασανισμένη, κλεφτάτα αρπάζουμε κι εμείς καμιά ηδονή θλιμμένη, που τήνε ξεζουμίζουμε σαν σάπιο πορτοκάλι.
Σαν ένα εκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας, μες στο μυαλό μας κραιπαλούν του Δαίμονα τα πλήθη, κι όταν ανάσα παίρνουμε, ο Θάνατος στα στήθη σαν άυλος ποταμός κυλάει, σιωπηλά θρηνώντας.
Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βία και το μαχαίρι δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει στο πρόστυχο της μοίρας μας και άθλιο καμβοπάνι, είναι που λείπει απ’ την ψυχή το θάρρος — κι απ’ το χέρι.
Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς, τα φίδια, τα τσακάλια, τους πάνθηρες, τους πίθηκους, τους γύπες, τα θηρία, που γρούζουν, σέρνονται, αλυχτούν κι ουρλιάζουν με μανία μες στων παθών μας τ’ άτιμο κλουβί, προβαίνει αγάλια,
θεριό πιο βρώμικο, κακό, την ασκημιά να δείξει! Κι αν δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του, όλη η γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του θα ’θελε να κατάπινε τον κόσμο, αυτό ’ναι η Πλήξη,
που, μ’ ένα δάκρυ αθέλητο στα μάτια της, κοιτάζεις, καθώς καπνίζει τον ουκά, κρεμάλες να στηλώνει. Και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πώς δαγκώνει! — Ω αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι, που μου μοιάζεις!
Σαρλ Μπωντλέρ, Τα άνθη του κακού, μτφρ. Γιώργης Σημηριώτης, Γράμματα, Αθήνα 2013, σ. 10-13.