Στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου τίθενται τα ερωτήματα που αφορούν στη σχέση της λογοτεχνίας με τη φιλοσοφία, ενώ, επιπλέον, γίνεται προσπάθεια η θεωρητική διάσταση που αποδίδεται στη λογοτεχνία να μην επηρεάσει την αυτονομία της.
Ο τίτλος [σημ.: Στοχάζεται η λογοτεχνία;] απηχεί εκείνον του βιβλίου του Πιερ Μασρέ, ο οποίος ρωτάει, ίσως πιο συνετά, À quoi pense la litérature? Ο Μασρέ θεωρεί δεδομένο ότι η λογοτεχνία στοχάζεται και προτιμά να θέσει το ερώτημα του γνωστικού αντικειμένου της (εξ ου και ο τίτλος της αγγλικής μετάφρασης του βιβλίου: Το αντικείμενο της λογοτεχνίας.) Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για ένα ουσιώδες ερώτημα —τι στοχάζεται η λογοτεχνία; Ή, από μια άλλη οπτική γωνία, για ποιο λόγο στοχάζεται η λογοτεχνία;— και, βεβαίως, θα προσπαθήσω να θέσω και αυτό. Αλλά το λιγότερο εργαλειακά προσδιορισμένο ερώτημα που θέτω εδώ, ως σημείο αφετηρίας, έχει ως στόχο να διευρύνει το πεδίο της διαπραγμάτευσης του όλου ζητήματος. Αν και η υπονοούμενη απάντησή μου συμμερίζεται, ως προς την ονομασία τουλάχιστον, την υπόθεση του Μασρέ, —ότι, δηλαδή, η λογοτεχνία πράγματι στοχάζεται—, η διαδικασία μέσω της οποίας οδηγείται κανείς στην υποστήριξη μιας τέτοιας άποψης αξίζει να τεθεί επειγόντως σε διερώτηση.
Για να το πω χωρίς περιστροφές, ο τρόπος με τον οποίο στοχάζεται η λογοτεχνία διαταράσσει το καθεστώς της πράξης του σκέπτεσθαι, αν όχι την τρέχουσα έννοια της ίδιας της σκέψης — για να μην αναφερθώ στην κατηγοριοποίηση των τρόπων της γνώσης και της πρόσβασης σε αυτήν, όπως μας είναι γνωστή από τον 18ο αιώνα και μετά. Το πιο ενδιαφέρον σημείο δεν είναι να ορίσουμε το τι στοχάζεται η λογοτεχνία (ποιο είναι το γνωστικό αντικείμενό της), αλλά το πώς — ποια είναι η διαδικασία δια της οποίας η λογοτεχνία μας προσφέρει πρόσβαση στη γνώση και επιπλέον, τι είδους γνώση θα μπορούσε να είναι αυτή. Από τη δική μου πλευρά, η έμφαση δίνεται λιγότερο στον προσδιορισμό του αντικειμένου της γνώσης και περισσότερο στην εξακρίβωση του τρόπου της γνώσης (της φύσης, του πλαισίου, της διαδικασίας) —ο οποίος μπορεί, πράγματι, να περιλαμβάνει πολλά και διαφορετικά αντικείμενα— σε συνδυασμό με μια ορμητική αμφισβήτηση σύνολης της εξισώσεως, τουτέστιν των κατηγοριών που αποδίδονται, κατά παράδοση, στη διαδικασία του σκέπτεσθαι και του τρόπου που τείνουμε να μετράμε τις συνέπειές τους.
Το ερώτημα δεν είναι αν απλά στοχάζεται η λογοτεχνία, αλλά αν στοχάζεται θεωρητικά — αν, δηλαδή, έχει την ικανότητα να θεωρητικοποιεί τις συνθήκες του κόσμου από τον οποίο αναδύεται και στον οποίο απευθύνεται. Επιπροσθέτως, το ερώτημα που υποτείνει τις προκείμενες αυτές υποθέσεις αναφέρεται στην εγγενή ικανότητα της λογοτεχνίας να στοχάζεται χωρίς κάποια εσωτερική κηδεμόνευση (ας αναφερθούμε στιγμιαία στη γνωστή καντιανή θέση για το έργο του Διαφωτισμού) — δηλαδή να στοχάζεται χωρίς τη συνδρομή των αναλυτικών μεθόδων σκέψης (τις οποίες θεωρούμε ουσιώδεις για τη θεωρία), όπως αυτές υπαγορεύονται από τη σύγχρονη φιλοσοφική παράδοση της Δύσης, και, βεβαίως, τις μεθόδους της επιστήμης, όπως αυτές κατανοούνται από το Διαφωτισμό και ύστερα.
Στάθης Γουργούρης, Στοχάζεται η λογοτεχνία; Η λογοτεχνία ως θεωρία σε μια αντιμυθική εποχή, μτφρ. Θανάσης Κατσικερός, Νεφέλη, Αθήνα 2006, σ. 37-38.