Το μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού Ορθοκωστά (1994) προκάλεσε έντονες κριτικές διαμάχες γύρω από τη σχέση της λογοτεχνίας με την ιδεολογία και την ιστορική μνήμη. Επαναφέροντας, με ένα πολυφωνικό είδος αφήγησης, στο προσκήνιο την «αριστερή βία», το βιβλίο δίχασε τις αναγνωστικές κοινότητες, ενώ οι βιωματικές εμπειρίες του εμφυλίου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πρόσληψη του μυθιστορήματος.
[…] Επρόκειτο να εκτελέσουν κάποιους οι Γερμανοί. Τους είχαν στις φυλακές. Ήταν μια μαθήτρια ανάμεσά τους. Είχαν εκτελεστεί δυο τρεις μαθήτριες εκείνους τους μήνες. Και ο κόσμος έλεγε, τα πήρε στον λαιμό του ο Παπανούτσος τα κορίτσια. Ο Παπανούτσος, διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. […] Οι Γερμανοί είχαν υποχρεώσει μια ελληνική διμοιρία να συνοδεύσει τους μελλοθανάτους, ως εκτελεστικό απόσπασμα. […] Αυτό μας έκανε τρομερή εντύπωση. Οι Γερμανοί να σκοτώνουν, να κάνουν αυτή τη δουλειά. Αλλά όχι εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες. […] Έτσι ένα βράδυ ακούσαμε την αποκήρυξη των Ταγμάτων από την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής. Αυτό ήταν επίσης πλήγμα για μας. Εκείνες τις μέρες, ίσως υποχρεώθηκε, ίσως το έκανε ως πολιτικό ελιγμό, ο Παπαδόγγονας συνεχάρη τον Χίτλερ για τη διάσωσή του. [...]
[…]
— Τον Κώστα τον πήρανε να κάνει μια εκτέλεση. […] Και του είπε τότε ο καπετάν Κλέαρχος. Μπραΐλα, εδώ θα φανείς. Αν είσαι παλικάρι. Είχε ένα σαρανταπεντάρι πιστόλι. Τι είπες, ρε; του λέει. Εγώ θα σκοτώσω άνθρωπο; Τι είπες; Τι αγώνα κάνουμε; Εν πάση περιπτώσει. Σηκώθη και έφυγε ο Κώστας και τον σκοτώσανε τον άνθρωπο έτσι, τα ανταρτάκια. […] Δεν τα κατάφεραν να τον κάνουν εκτελεστή και έγινε ο φόβος κι ο τρόμος τους. Γιατί αυτοί είχαν αυτό το σύστημα. Να εκθέτουν το πρόσωπο το ισχυρό, το γερό πρόσωπο. Θα μου πεις οι άλλοι τα ίδια δεν έκαναν. Μάλιστα. Τι άλλο να σου πω.
[…]
Μου λέει ο Τζίμης Μποΐνης: Πρέπει να κάνουμε αντίσταση, να εργαστούμε για την πατρίδα. Δέχτηκα αμέσως. Οι συγκεντρώσεις γινόντουσαν στον Άγιο Βλάση. Αρχές ’43, Μάρτιος. Κάλεσα τους φίλους μου, πήγαμε. Θερμόαιμα παιδιά. Πήγαμε στο εξωκλήσι. Ρωτήσαμε πού θα βρούμε όπλα. Εύκολο πράμα, μας λέει ο Μαγούλης. Τζίμης Μποΐνης και Νίκος Μαγούλης. Αυτοί φαινόντουσαν επικεφαλής. Ξέραμε ότι ήσαν κομμουνιστές. Τι ήταν κομμουνισμός δεν ηξέραμε. […] Την τρίτη βραδιά, λέει ο Τζίμης Μποΐνης: Θα εργαζόμαστε και για το κόμμα παράλληλα. Ποιο κόμμα, λέμε εμείς. Εμείς θα εργαστούμε για την οργάνωση. Για το ΕΑΜ, λέει ο Μαγούλης. Έτσι θα την πούμε την οργάνωση. Τότε δεν είχαμε ακούσει τίποτα ακόμα. Και το κόμμα είναι το κομμουνιστικό κόμμα. […] Το επόμενο βράδυ δεν πήγα. Πήγαν τα άλλα παιδιά. Μου λένε, Αντώνη, δεν ήρθες. Τους λέω, όχι. Για αντίσταση έρχομαι. Για κόμμα όχι. Όταν επικράτησαν εκείνοι στο Καστρί, όταν επικράτησαν τελείως, με πιάσανε. […]
[…]
Και την επομένη αχάραγα, πήραμε την ανηφόρα, μέσα από τα καλντερίμια του Αγιώργη. Μπροστά το δικό μας στρατόπεδο. Ο δρόμος δύσκολος και οι αντάρτες μάς πίεζαν. Είχαν πληροφορίες αυτοί ότι οι Γερμανοί κατέβαιναν από τις Κορύτες. Σε δυο φάλαγγες. […] Έπρεπε να αλλάξουμε κατεύθυνση. […] Ακούστηκε ένας πυροβολισμός τότε. Ακούστηκε ένας δεύτερος. Μας είπαν ότι εκτέλεσαν τον Κωστάκη. Τον Κωστάκη Μέμο, πρόεδρο των Μύλων. Ερχόταν βραδυπορών. Καβάλα στο μουλάρι και τον εκτέλεσαν. Του έριξαν δυο σφαίρες. Δεν έπεσε με την πρώτη, έπεσε με τη δεύτερη. Φτάσαμε έπειτα σ’ ένα μαντρί. Εκεί κάποιος είπε: Κατεβείτε στη ρεματιά, κατεβείτε στη ρεματιά. Τότε μας είδαν οι Γερμανοί. Ερχόντουσαν κι άρχισαν τις ριπές. Αλλά έριχναν στον αέρα. Πέσαμε στη ρεματιά εμείς. Κάτι φώναζαν οι Γερμανοί, δεν καταλαβαίναμε. Ήταν μαζί μας ένας Γρηγόρης Κωστούρος, Δολιανίτης. […] Και ήξερε γερμανικά. Γρηγόρη, του λέει ο Γιάννης Βασίλημης. Δολιανίτης κι ο Βασίλημης. Φώναξε ότι είμαστε κρατούμενοι. Φώναξε ο Κωστούρος. Και έβγαλε αυτός ένα πουκάμισο, ένα άσπρο πουκάμισο. Λένε οι Γερμανοί, σηκωθείτε απάνω. […] Σηκωθήκαμε όλοι. Δίπλα μου ήταν ο Γιάννης Κοϊτσάνος. Μου λέει. Θα φύγουμε από τούτους να πάμε στους Γερμανούς; Όχι, του λέω. […] Έλεγα ότι οι κομμουνισταί θα μας το καταλογίσουν υπέρ. Ότι δεν ακολουθήσαμε τους Γερμανούς. Την άλλη μέρα ήρθαν και με διόρισαν υπεύθυνο τύπου και διαφώτισης. Εμένα. Δεν ήθελα να συμπαραταχτώ με αυτούς. Τους λέω, δεν μπορώ. Μου λένε, μπορείς. Και με έστειλαν στον Αχλαδόκαμπο. Να οργανώσω τον Αχλαδόκαμπο. Στον οποίο δεν είχαν καταφέρει ποτέ να ασκήσουν επιρροή. Οι Αχλαδοκαμπίτες ήσαν ακραιφνών εθνικών φρονημάτων. Δεν ήθελαν κομμουνιστές. […] Ούτε πήγαν ποτέ στα Τάγματα. Ήταν ο Γιώργης Μπαλάσκας. Αξιωματικός του Πυροβολικού. Υπολοχαγός. Τους κράτησε γύρω του, αυτός. Για αυτό τους σκοτώσανε. Ούτε μάχη ούτε τίποτα. Τους έπιασαν και τους σκότωσαν. Με την Απελευθέρωση. Χάμω στις πόρτες των σπιτιών τους. Έναν έναν. Καμιά εβδομηνταριά. Πήγα τότε εγώ εκεί πέρα. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μίλησα με μερικούς. Με ξέρανε, τα μαλλιά μου ήσαν κομμένα με την ψιλή. Ξέρανε γιατί ήσαν κομμένα. Ξέρανε ποιος είμαι, τι πιστεύω. Τους λέω, είμαστε σαν το αυγό στις δυο πέτρες. Κάναμε μια ψευτοοργάνωση. […]
Θανάσης Βαλτινός, Ορθοκωστά. Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 72012, σ. 76-77, 112, 115-116, 146-147 & 149.