Η ανάγνωση μέσα στα λογοτεχνικά κείμενα

Μαρωνίτης Δ.Ν.

Η ανάγνωση, τόσο ως απόπειρα ερμηνείας όσο και ως κοινωνική πρακτική, θεματοποιείται συχνά μέσα στα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα. Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης υπενθυμίζει τις διαφορές «διαβάσματος» και «ανάγνωσης», δίνοντας έμφαση και στην ταυτότητα του «συγγραφέα-αναγνώστη». Χρησιμοποιώντας καβαφικά παραδείγματα, ο μελετητής υποδεικνύει τους διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης των λογοτεχνικών κειμένων.

[…]

Οι τέσσερις […] λέξεις (αναγνώστης, ανάγνωση, φιλόλογος, φιλότης) έχουν αρχαία καταγωγή: ομηρική η φιλότητα, αριστοτελική ο φιλόλογος και η φιλολογία, ελλληνιστική η ανάγνωση και ο αναγνώστης. Ένα μικρό σκάνδαλο: απουσιάζει ομόρριζο νεοελληνικό ρήμα που να ανταποκρίνεται επακριβώς στο αρχαιοελληνικό αναγιγνώσκω. Αντ’ αυτού πλεονάζει το ρήμα διαβάζω, με τα δικά του παράγωγα. Από την άποψη αυτή η ανάγνωση παραμένει ρηματικά ορφανή. Εκτός αν εξισώσουμε το αρχαίο αναγιγνώσκω με το νεοελληνικό αναγνωρίζω, εξίσωση θεμιτή, αλλά προαιρετική.

Δεν προτείνω βέβαια να εξοριστεί το οικείο ρήμα διαβάζω, που προέκυψε από το αρχαίο διαβιβάζω, με ωραίο παράγωγο τη διάβαση, ισοδύναμη με το διάβασμα, που ο Σεφέρης αν δεν σφάλλομαι , την μετέτρεψε ευφυώς σε περιδιάβαση. Στο σημείο αυτό μια φυγόκεντρη, αλλά ωφέλιμη, ίσως, παρένθεση.

Ανάγνωση και διάβασμα (άλλως πως διάβαση), υποννοούν δύο διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης ενός λογοτεχνικού κειμένου: η ανάγνωση απαιτεί κάθετη προσήλωση, το διάβασμα προκρίνει οριζόντια διάβαση: συστηματική μέθοδος η πρώτη, χαλαρή και απολαυστική η δεύτερη συμπληρώνουν καλά η μία την άλλη. Ειρωνικό παράδειγμα ομοιότητας και διαφοράς των δύο όρων αποτελεί το καβαφικό ποίημα «Ήλθε για να διαβάσει». Διαβάζω τους πέντε πρώτους στίχους του:

Ήλθε για να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά Δυο τρία βιβλία, ιστορικοί και ποιηταί Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά, Και τα παραίτησε. Στον καναπέ μισοκοιμάται. […]

Ξαναγυρίζω τώρα στον βασικό όρο «ανάγνωση», ως συνέταιρο πια της γραφής, με την οποία συχνά πυκνά ζευγαρώνει, σχηματίζοντας το ζεύγος «γραφή κι ανάγνωση». Όσοι με ξέρουν, θα θυμούνται, ίσως, ότι συνέπραξα κι εγώ σ’ αυτό το ζευγάρωμα από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μιλώντας και γράφοντας ως αμετανόητος μαθητευόμενος – δάσκαλος. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ανάγνωση δεν παράγεται μόνον από τη γραφή αλλά και παράγει γραφή. Ο καλύτερος ασκητής της προκείμενης συνουσίας είναι ένας προδρομικός «ποιητής – αναγνώστης», που ακούει στο όνομα Κ.Π. Καβάφης. Τα αποδεικτικά παραδείγματα είναι πολλά και καλύπτουν τη μισή τουλάχιστον ποίησή του. Κορυφαίο ωστόσο παράδειγμα παραμένει το ποίημα «Εν τω μηνί Αθύρ», που και ο ίδιος το θεωρούσε το καλύτερο της ποιητικής του περιπέτειας. Με την ανάγνωσή του και ένα τηλεγραφικό επισχόλιο θα κλείσω τη συνθηματική αυτή αντιφώνηση:

Με δυσκολία διαβάζω     στην πέτρα την αρχαία. «Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».     Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω. «Εν τω μη[νί] Aθύρ»     «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη». Στη μνεία της ηλικίας     «Εβί[ωσ]εν ετών», το Κάππα Ζήτα δείχνει     που νέος εκοιμήθη. Μες στα φθαρμένα βλέπω     «Aυτό[ν]… Aλεξανδρέα». Μετά έχει τρεις γραμμές     πολύ ακρωτηριασμένες· μα κάτι λέξεις βγάζω —     σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην», κατόπιν πάλι «δάκρυα»,     και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος». Με φαίνεται που ο Λεύκιος     μεγάλως θ’ αγαπήθη. Εν τω μηνί Aθύρ     ο Λεύκιος εκοιμήθη.

Και το επισχόλιο: το ποίημα εμφανίζεται ως ανάγνωση μιας φθαρμένης επιτάφιας επιγραφής. Η οποία ωστόσο είναι πλαστή, ακριβέστερα: επινοημένη. Την επινοεί και την μεταγράφει, παλαιογραφικά μάλιστα, ένας αναγνώστης ποιητής, που διαβάζει και συνάμα σχολιάζει την επινοημένη αυτή γραφή του. Έτσι προκύπτει το ασπαραγμένο αυτό αριστούργημα, όπου γραφή και ανάγνωση τελικώς ταυτίζονται.

[…]

Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, «Από το “διαβάζω” στον “αναγνώστη” (αντιφώνηση), ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης, 8 Ιουν. 2014. Διατίθεται εδώ .