Ο όρος αισθητική της πρόσληψης χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση της Θεωρίας της Λογοτεχνίας, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους Hans Robert Jauß και Wolfgang Iser στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντίας στη Δυτική Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σύμφωνα με αυτό το θεωρητικό ρεύμα, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η αναγνωστική ανταπόκριση, το λογοτεχνικό έργο σχετίζεται με τον ιδιαίτερο «ορίζοντα προσδοκίας» του έργου, ο οποίος συμπλέκεται με τον «ορίζοντα εμπειρίας» του παραλήπτη. Στο παρακάτω άρθρο, ο Δημήτρης Τζιόβας τονίζει τη σημασία που έχει η σταδιακή μετατόπιση από τον αυτοτελή ρόλο των παραγόντων του λογοτεχνικού γίγνεσθαι (κείμενο, συγγραφέας, αναγνώστης, λογοτεχνία, κριτική) στη μεταξύ τους δυναμική και μεταβαλλόμενη σχέση.
Οι επανεκτιμήσεις και οι αναθεωρήσεις λογοτεχνικών κειμένων τις τελευταίες δεκαετίες ανέδειξαν την πρόσληψη ως το κυρίαρχο μεθοδολογικό εργαλείο γραμματολογικής προσέγγισης. Σε αυτό συνέβαλε αρκετά η υποχώρηση των γλωσσικών προκαταλήψεων που επέτρεψε μια νέα θεώρηση της πεζογραφίας του 19ου αιώνα αλλά και των υπερρεαλιστών που μέχρι τη δεκαετία του 1980 υπέφεραν από το στίγμα της καθαρεύουσας. Επίσης τα τελευταία χρόνια εντάθηκε το ενδιαφέρον για τη μελέτη της ελληνικής κριτικής ενώ οι κριτικές τύχες λογοτεχνών και κειμένων διερευνώνται πλέον πιο συστηματικά και υποψιασμένα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν οι μελέτες και οι διατριβές για την πρόσληψη ελλήνων συγγραφέων ενώ τώρα διαθέτουμε και την πρώτη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας γραμμένης από την προοπτική της πρόσληψης στα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Η κυριαρχία της πρόσληψης οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι επήλθε σταδιακή μετατόπιση από τον αυτοτελή ρόλο των παραγόντων του λογοτεχνικού γίγνεσθαι (κείμενο, συγγραφέας, αναγνώστης, λογοτεχνία, κριτική) στη σχέση τους και αφετέρου στην παραδοχή ότι η κριτική και η λογοτεχνική ιστορία συνεργούν αποφασιστικά στον ορισμό και στην αναθεώρηση της λογοτεχνίας. Η αυξανόμενη σημασία της πρόσληψης δηλώνει επίσης έμμεσα και την αποδοχή της άποψης ότι η λογοτεχνία είναι υπόθεση σχέσεων και προσεγγίσεων και όχι εγγενών χαρακτηριστικών.
Η λέξη «πρόσληψη» στα ελληνικά χρησιμοποιείται για να αποδοθούν δύο διαφορετικές έννοιες που στα αγγλικά αποδίδονται με τις λέξεις perception και reception. Ετσι μιλούμε για την πρόσληψη της αρχαιότητας και για την πρόσληψη ενός ποιητή, εκφράζοντας με την ίδια λέξη τις αντιλήψεις μας για μια εποχή του παρελθόντος και τις φάσεις της κριτικής υποδοχής κειμένων ή συγγραφέων σε εθνικά ή ξένα συμφραζόμενα. Ενδεχομένως η λέξη «δεξίωση», που χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς για να αποδοθεί η κριτική υποδοχή, να βοηθούσε στην αποφυγή αυτής της σύγχυσης αλλά η χρήση της δεν φαίνεται να έχει καθιερωθεί.
Δηλώνοντας τις διαφορετικές αισθητικές αποτιμήσεις, ερμηνείες αλλά και χρήσεις ή προσαρμογές ενός έργου, ο όρος «πρόσληψη» είναι μεν αρκετά γενικός, καθιερώθηκε όμως στην κριτική ορολογία γιατί συνδέθηκε με τη νέα και ολοένα εδραιωνόμενη σύλληψη του λογοτεχνικού έργου ως παρτιτούρας επιδεχόμενης κατά καιρούς ποικίλες ατομικές εκτελέσεις. Η πρόσληψη εξελίχθηκε σε κυρίαρχη γραμματολογική μέθοδο γιατί ακριβώς συναιρεί την ιστορική προσέγγιση, την αυτοτέλεια του κειμένου και τον ερμηνευτικό πλουραλισμό. Όντας αρκετά ρευστή έννοια, μπορεί να προσαρμοστεί σε διαφορετικές και αντικρουόμενες αντιλήψεις περί λογοτεχνίας, εκφράζοντας μια ιδεολογικο-κοινωνική, μια κειμενοκεντρική ή μια σχετικιστική θεώρησή της. Ενας τέτοιος συνδυασμός προσφέρει μεν πολλά πρακτικά πλεονεκτήματα, οδηγεί όμως και σε θεωρητική σύγχυση.
Μπορεί, δηλαδή, μέσω της πρόσληψης να τονίζονται τα ιδεολογικά και κοινωνικά συμφραζόμενα των εκάστοτε αναγνώσεων κειμένων ή συγγραφέων και να αναδεικνύεται έτσι ο καθοριστικός ρόλος της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στην αξιολόγηση ή στην αναθεώρησή τους. Ταυτόχρονα όμως μέσω της πρόσληψης μπορεί να προωθείται η θεώρηση της λογοτεχνίας ως διακειμενικού ή ειδολογικού διαλόγου χωρίς αναφορές σε εξωκειμενικούς προσδιορισμούς. Η ιστορία της λογοτεχνίας σε μια τέτοια περίπτωση συνιστά αλυσίδα προσλήψεων, (παρ)αναγνώσεων και συνειρμών, έναν κειμενικό ιστό που προϋποθέτει την αυτονομία του κειμένου στα πρότυπα της αγγλοσαξονικής Νέας Κριτικής. Επομένως ιστορίες της λογοτεχνίας είναι δυνατόν να γραφτούν είτε με αφετηρία το πώς προσλήφθηκαν κείμενα, είδη και συγγραφείς με έμφαση στα ιστορικά συμφραζόμενα κάθε εποχής είτε απλώς ως εσωτερικοί διάλογοι συγγραφέων όπου ο κάθε συγγραφέας διαβάζει τους προγόνους του, οικειοποιείται την παράδοση ή αναστοιχειοθετεί τον κανόνα του χωρίς αναφορές σε εξωκειμενικούς παράγοντες.
Μια άλλη παράμετρος της θεωρίας της πρόσληψης η οποία προέκυψε και με τη δημοσίευση της κλασικής πλέον μελέτης του Η. R. Jauss «Η ιστορία της λογοτεχνίας ως πρόκληση για τις γραμματολογικές σπουδές» είναι η σχετικιστική. Ο Jauss στη μελέτη του αναφερόταν στις τύχες της Μαντάμ Μποβαρύ του Φλομπέρ και στο μυθιστόρημα Fanny του Feydeau, που εκδόθηκαν την ίδια περίοδο. Η πρώτη στην εποχή της αγνοήθηκε ενώ η Fanny μεσουρανούσε. Σήμερα τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Κανένας δεν γνωρίζει το μυθιστόρημα του Feydeau αλλά η Μαντάμ Μποβαρύ είναι πασίγνωστη. Τέτοια παραδείγματα μας ωθούν να παραδεχτούμε τη σχετικότητα των αισθητικών κρίσεων και να δούμε τη λογοτεχνική ιστορία ως τη μελέτη των συνεχών ερμηνευτικών αναθεωρήσεων και ανακατατάξεων του λογοτεχνικού κανόνα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η θεωρία της πρόσληψης είναι μάλλον εύπλαστη και, ανάλογα με τον τρόπο που υιοθετείται από τους μελετητές, μπορεί να αντιπροσωπεύει μια ιστορικοκοινωνική, μια μορφική και μια μεταμοντέρνα αντίληψη για τη λογοτεχνική ιστορία και ως εκ τούτου η χρήση του όρου «πρόσληψη» σε κριτικές μελέτες για την ελληνική λογοτεχνία θα πρέπει να γίνεται προσεκτικά, δηλώνοντας σαφώς το μοντέλο λογοτεχνικής ιστορίας που προϋποτίθεται κάθε φορά.
Δημήτρης Τζιόβας, «Λογοτεχνία και πρόσληψη», εφ. Το Βήμα, 18 Μαΐου 2003. Διατίθεται εδώ .