Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, χάρη στη σταδιακή γενίκευση της εκπαίδευσης, οι γυναίκες έγιναν καταναλώτριες κάθε είδους εντύπων. Η αναγνωστική πρακτική τους, όμως, θεωρήθηκε απειλή για την έμφυλη τάξη και απαιτούσε έλεγχο και καθοδήγηση. Οι γυναίκες των διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων όφειλαν να ακολουθούν αναγνωστικούς κανόνες, ικανούς να ανταποκρίνονται στις επιταγές της γυναικείας κοινωνικότητας και να τις προστατεύουν από ενδεχόμενες παρεκτροπές.
Αν περιοριστούμε στον κοινωνικό ρόλο που αποδίδεται στην πρακτική της ανάγνωσης, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία διαπιστώνουμε ότι η ανάγνωση τίθεται στην υπηρεσία της αναπαραγωγής συμβολικών αρχών και κοινωνικών σχέσεων. Οι γυναίκες που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις για ανάγνωση που τους προβάλλονται θεωρούνται φύλακες της παράδοσης και των εθίμων της οικογένειας, ενώ η Βίβλος και οι Βίοι Αγίων συμπεριλαμβάνονται στα αντικείμενα της προίκας της μητέρας. Στη Γαλλία, οι ανύπαντρες κόρες των αστικών κέντρων προμηθεύονται λίστες με προτάσεις αναγνωσμάτων είτε από την Εκκλησία είτε από το οικογενειακό περιβάλλον. Η ανάγνωση των μυθιστορημάτων του συρμού ή ακόμα και δόκιμων έργων της λογοτεχνίας επιτρέπεται στα κορίτσια μόνο μετά το γάμο. Η λογοτεχνία «για κυρίες» αποκαλύπτει μυστικά και πτυχές σύμφωνα με την οικογενειακή ζωή, τη ζωή του ζευγαριού και το σεξ, τα οποία δεν ενδείκνυνται στην αγωγή των άγαμων γυναικών των μεσαίων αστικών στρωμάτων. Ο έλεγχος ωστόσο των αναγνωσμάτων των γυναικών κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου πραγματοποιείται από τον αρχηγό της οικογένειας ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα. Αν η ολοκληρωτική αφοσίωση στον μητρικό ρόλο επιβάλλει τον έλεγχο των αναγνωσμάτων των παιδιών, οι μητέρες συνεχίζουν να υφίστανται τον ανδρικό έλεγχο μέχρι μια προχωρημένη ηλικία. Κατά μία έννοια, η επιλογή και η καθοδήγηση στην ανάγνωση λειτουργεί ως ένδειξη μιας ταξικά προσδιορισμένης συμπεριφοράς. Το βοηθητικό οικιακό προσωπικό καθιστούσε απειλή για την εισαγωγή διαβρωτικών κειμένων και αναγνωστικών προτάσεων, οι οποίες ήταν απαγορευμένες στα νέα κορίτσια των ανερχόμενων αστών.
Εκτός από τα βιβλία μαγειρικής, αυξημένη κατανάλωση είχαν και τα γυναικεία περιοδικά και τα μυθιστορήματα. Συχνά η ανάγνωση γινόταν αφορμή για ανάπτυξη μιας γυναικείας κοινωνικότητας, τόσο με ανταλλαγές κειμένων όσο και με τη συμμετοχή των γυναικών στις δανειστικές βιβλιοθήκες που ανθούσαν σε όλη τη διάρκεια του αιώνα και λάμβαναν σοβαρά υπόψη τους το γυναικείο κοινό. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι οι γυναίκες των εργατικών στρωμάτων που επιδίδονταν στην ανάγνωση παρόμοιων εντύπων, ενσωματώνοντας την κυρίαρχη κριτική σχετικά με την απαξία των γυναικείων αναγνωσμάτων, δεν νομιμοποιούσαν το δικαίωμά τους στην ανάγνωση, μια και αυτή η ενασχόληση τους αφαιρούσε χρόνο που όφειλαν να τον αφιερώσουν στην οικογένεια και στα παιδιά τους. «Στη μνήμη των γυναικών των εργατών, το καθάρισμα της πατάτας, το ράψιμο, η παρασκευή του ψωμιού και του σαπουνιού δεν άφηναν περιθώρια για ελεύθερο χρόνο. Έλεγαν μάλιστα ότι στην παιδική τους ηλικία τις τιμωρούσαν, όταν τις έπιαναν να διαβάζουν. Οι οικιακές εργασίες προείχαν και το να εκμυστηρευθούν τις αναγνώσεις τους θα σήμαινε γι’ αυτές ότι παραμελούσαν τα οικογενειακά τους καθήκοντα. Η εξιδανικευμένη εικόνα της μητέρας ήταν ασύμβατη με την ανάγνωση».
Μαίρη Λεοντσίνη, «Εισαγωγή». Όψεις της ανάγνωσης, επιμ. Μαίρη Λεοντσίνη, μτφρ. Κ. Αθανασίου & Φ. Σιατίτσας, Νήσος, Αθήνα 2000, σ. 18-20.