Η συνήθεια της ομαδικής ανάγνωσης είναι μέρος της καθημερινής ζωής στη διάρκεια του 14ου αιώνα. Αναδεικνύει μια διάσταση της ανάγνωσης, η οποία δεν υπονομεύει την κοινωνικότητα, αλλά αντιθέτως την ενισχύει.
Στις αριστοκρατικές Αυλές, αλλά ενίοτε και στα ταπεινότερα σπίτια, τα βιβλία διαβάζονταν μεγαλόφωνα στην οικογένεια και σε φίλους τόσο για λόγους αγωγής όσο και για λόγους ψυχαγωγίας. Το να έχει ο κόσμος κάποιον να του διαβάζει κατά τη διάρκεια του δείπνου δεν είχε σκοπό να τον αποσπάσει από τις ηδονές του ουρανίσκου· τουναντίον, είχε στόχο να προσθέσει σε αυτές την τέρψη της φαντασίας, πρακτική η οποία χρονολογούνταν από τον καιρό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Πλίνιος ο Νεότερος αναφέρει σε μία από τις επιστολές του πως, όταν έτρωγε με τη γυναίκα του ή με λίγους φίλους, του άρεσε να του διαβάζουν ένα ψυχαγωγικό βιβλίο. Στις αρχές του δέκατου τέταρτου αιώνα η κόμισσα Μαό του Αρτουά ταξίδευε με τη βιβλιοθήκη της συσκευασμένη σε μεγάλους δερμάτινους σάκους και τα βράδια η κυρία επί των τιμών τής διάβαζε κάποιο από αυτά — φιλοσοφικά έργα ή διασκεδαστικές αφηγήσεις για ξένους τόπους, όπως τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο. Οι εγγράμματοι γονείς διάβαζαν στα παιδιά τους. Το 1399 ο Τοσκανός συμβολαιογράφος σερ Λάπο Ματσέι έγραψε σε ένα φίλο, τον έμπορο Φραντσέσκο ντι Μάρκο Ντατίνι, και του ζήτησε να του δανείσει τα Μικρά άνθη του Αγίου Φραγκίσκου προκειμένου να το διαβάσει στους γιους του. «Τα αγόρια μου θα χαρούν τόσο πολύ να το ακούν τα βράδια του χειμώνα», εξήγησε, γιατί «καθώς ξέρεις, είναι πανεύκολο ανάγνωσμα». Στις αρχές του δέκατου τέταρτου αιώνα, ο Πιερ Κλεγκ, ο ιερέας του χωριού του Μονταγιού, διάβαζε σε διάφορες περιστάσεις αποσπάσματα από ένα βιβλίο αποκαλούμενο Βιβλίο πίστης των αιρετικών, εις επήκοον των ανθρώπων που συνάζονταν γύρω από το τζάκι στα σπίτια τους, στο χωριό Εξ λε Τερμ· περίπου την ίδια περίοδο ο χωρικός Γκιγιόμ Αντοράν συνελήφθη να διαβάζει ένα αιρετικό Ευαγγέλιο στη μητέρα του και δικάστηκε από την Ιερά Εξέταση.
Τα Ευαγγέλια της ηλακάτης δείχνουν πόσο ρευστές μπορούσαν να είναι αυτές οι ανεπίσημες αναγνώσεις. Ο αφηγητής, ένας μορφωμένος γέροντας, «μια νύχτα μετά το δείπνο, κάποια από τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στην Υπαπαντή», επισκέπτεται το σπίτι μιας γερόντισσας, όπου μαζεύονται πολλές γειτόνισσες «να γνέσουν και να μιλήσουν για πολλά και διάφορα». Οι γυναίκες λένε πως οι άντρες της εποχής τους γράφουν ασταμάτητα ονειδιστικούς λίβελους κατά της τιμής του θηλυκού φύλου και ζητούν από τον αφηγητή να παραστεί και αυτός στις συνάξεις τους —ένα είδος πρώιμης αναγνωστικής εταιρείας— και να κάνει τη δουλειά του γραφιά, ενώ οι γυναίκες διάβαζαν διάφορα αποσπάσματα γύρω από τα δύο φύλα, τους ερωτικούς δεσμούς, τις συζυγικές σχέσεις, τις προλήψεις και τα τοπικά ήθη και έθιμα σχολιάζοντάς τα από γυναικεία σκοπιά. «Μια μας θα αρχινίσει διαβάζοντας λίγα κεφάλαια σε όλες τις άλλες που παρευρίσκονται», εξηγεί μια κλώστρα με ενθουσιασμό, «έτσι ώστε να τα διατηρήσουμε και να τα εντυπώσουμε μόνιμα στη μνήμη μας». Για έξι μέρες οι γυναίκες διάβαζαν, διέκοπταν, σχολίαζαν, διαφωνούσαν και εξηγούσαν, και φαινόταν πως διασκέδαζαν καταπληκτικά, τόσο πολύ μάλιστα που ο αφηγητής καταλήγει να θεωρεί τη χαλαρότητά τους κουραστική και, παρόλο που καταγράφει πιστά τα λόγια τους, κρίνει τα σχόλιά τους «δίχως ειρμό ή λογική». Ο αφηγητής αναμφίβολα είναι συνηθισμένος στις πιο επίσημες, σχολιαστικές διαλέξεις των αντρών.
Αλμπέρτο Μανγκέλ, H ιστορία της ανάγνωσης, μτφρ. Λύο Καλοβυρνάς, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 1997, σ. 196-197.