Ο Marcel Proust ανακαλεί τη σχέση που διαμορφώνεται τη στιγμή της ανάγνωσης. Η σχέση ανάμεσα στον/η συγγραφέα και στον/ην αναγνώστη/τρια παρουσιάζεται ως σχέση συνενοχής, αλλά και εξάρτησης. Χάρη στη σοφία των συγγραφέων, διανοίγεται ο δρόμος της δικής μας σοφίας.
Κι αυτό είναι, πράγματι, ένα από τα μεγάλα και εξαίσια γνωρίσματα των ωραίων βιβλίων (αυτό θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε τον ουσιαστικό και περιορισμένο συνάμα ρόλο που μπορεί να παίξει η ανάγνωση στη[ν] πνευματική μας ζωή) που ο συγγραφέας θα μπορούσε να ονομάσει «Συμπεράσματα» και ο αναγνώστης «Παροτρύνσεις». Νιώθουμε πολύ καλά πως η σοφία μας αρχίζει εκεί που τελειώνει εκείνη του συγγραφέα, και θα θέλαμε ν’ απαντούσε στις απορίες μας, όταν το μόνο που μπορεί είναι να γεννά μέσα μας επιθυμίες. Κι αυτές τις επιθυμίες, δεν μπορεί να τις ζωντανέψει μέσα μας παρά μόνο όταν μας καλεί ν’ ατενίσουμε την υπέρτατη ομορφιά όπου του επέτρεψε να φτάσει η τελευταία προσπάθεια της τέχνης του. Αλλά μέσα από έναν ιδιόρρυθμο και άλλωστε ανέλπιστο ρόλο της οπτικής των πνευμάτων (νόμος που σημαίνει ίσως πως κανένας δεν μπορεί να μας χαρίσει την αλήθεια και πως πρέπει να τη δημιουργήσομε εμείς οι ίδιοι), αυτό που είναι η κατάληξη της δικής του σοφίας δεν μας φαίνεται παρά σαν η απαρχή της δικής μας, έτσι ώστε τη στιγμή ακριβώς που μας είπαν όσα μπορούσαν να μας πούνε, γεννάνε μέσα μας την αίσθηση πως δεν μας είπαν τίποτα ακόμα. Άλλωστε αν ρωτάμε αυτά τα μυαλά για πράγματα στα οποία δεν μπορούν να μας απαντήσουν, τους ζητάμε και απαντήσεις που δεν θα μας μαθαίνανε τίποτα. Γιατί ο έρωτας που ξυπνάνε μέσα μας οι ποιητές έχει για αποτέλεσμα να δίνουμε μια κυριολεκτική αξία σε πράγματα που δεν εκφράζουν γι’ αυτούς παρά προσωπικές συγκινήσεις. Σε κάθε πίνακα που μας δείχνουν είναι σα να μη μας δίνουν παρά μια σύντομη άποψη κάποιας εξαίσιας τοποθεσίας, διαφορετικής από τον υπόλοιπο κόσμο και που θα θέλαμε να μας βοηθήσουν να φτάσουμε βαθιά μέσα της. «Οδηγήστε μας», θα θέλαμε να πούμε στον κ. Μαίτερλιγκ, στη[ν] κυρία ντε Νοάιγ, «μέσα στον κήπο της Ζελάνδης, εκεί που βλασταίνουν τα παράκαιρα λουλούδια», στο[ν] μυρωμένο εξοχικό δρόμο «με το τριφύλλι και την αρτεμισία» και σ’ όλες τις γωνιές της γης που δεν μας μιλήσατε μέσα στα βιβλία σας, αλλά που εσείς κρίνετε πως είναι εξίσου όμορφες μ’ εκείνες». Θα θέλαμε να πάμε να δούμε εκείνο τον αγρό που ο Μιλλέ (γιατί οι ζωγράφοι μάς διδάσκουν όσο κι οι ποιητές) μάς δείχνει στην Άνοιξή του, θα θέλαμε να μας οδηγούσε ο κ. Κλωντ Μονέ στο Ζιβερνύ, στην όχθη του Σηκουάνα, σ’ εκείνη τη στροφή του ποταμού που μόλις μας αφήνει να ξεχωρίσουμε μέσα από το πρωινό πούσι. Κι όμως, στη[ν] πραγματικότητα, είναι απλές συμπτώσεις σχέσεων ή συγγένειας που ώθησαν την κυρία ντε Νοάιγ, τον Μαίτερλιγκ, τον Μιλλέ, τον Κλωντ Μονέ να διαλέξουν και να ζωγραφίσουν εκείνο[ν] τον εξοχικό δρόμο, εκείνο[ν] το[ν] κήπο, εκείνο[ν] τον αγρό, εκείνη τη στροφή του ποταμού, παρά κάτι άλλο, επειδή τους δόθηκε η ευκαιρία να περάσουν ή να ζήσουν λίγες μέρες εκεί κοντά.
Μαρσέλ Προυστ, Διαβάζοντας (μέρες ανάγνωσης). Με μια εισαγωγή, ένα επίμετρο και σημειώσεις, μτφρ. Πέτρος Παπαδόπουλος, Κώστας Τσιταράκης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1985, σ. 43-45.