Έρευνα σχολικών εγχειριδίων

Μπονίδης Κυριάκος, Χοντολίδου Ελένη

Τα σχολικά εγχειρίδια είναι πολιτικό, πληροφοριακό και παιδαγωγικό μέσο, προϊόν και παράγοντας κοινωνικών διαδικασιών. Η διαπίστωση ότι αυτά παράγουν έναν πολύ ισχυρό λόγο και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση των μαθητών τα κατέστησε στη Δυτική Ευρώπη, ήδη από τον 19ο αιώνα, αντικείμενο έρευνας. Σημαντική ώθηση, όμως, στη συστηματική έρευνα των σχολικών εγχειριδίων δόθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η έρευνα των σχολικών εγχειριδίων είναι σχετικά πρόσφατη. Αφετηρία της εισήγησης αυτής είναι η ιστορική και κριτική παρουσίαση των σχετικών ερευνών που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα. Μετά από μια σύντομη αναφορά και εξέταση της αντίστοιχης έρευνας στη Δυτική Ευρώπη, υπογραμμίζονται οι τάσεις και οι κατευθύνσεις του ερευνητικού αυτού χώρου, προκειμένου να ενταχθεί η ελληνική έρευνα στον ανάλογο διεθνή χώρο.

Οι ερευνητές προσεγγίζουν τα σχολικά εγχειρίδια ως «κλειστά» κείμενα, τα οποία επιδέχονται μία και μόνον ανάγνωση. Τα σχολικά κείμενα αντιμετωπίζονται, όπως αναφέρθηκε, από άποψη περιεχομένου, και μόνον, και όχι από άποψη μορφής ή λειτουργίας. Η γλωσσολογική αντίληψη που λανθάνει ή και επικρατεί συνειδητά είναι αυτή της μελέτης των λέξεων ή φράσεων, χωρίς τη συνολική συνεξέταση ολόκληρου του κειμένου. Το κείμενο δεν εξετάζεται στο ιστορικό, πολιτιστικό, ιδεολογικό του πλαίσιο, ως αυτό να μην έχει ουσιαστική σημασία. Η μονάδα ανάλυσης, την οποία ο ερευνητής επιθυμεί να διερευνήσει στο υπό εξέτασιν κείμενο αποκτά βαρύτητα για την εξαγωγή συμπερασμάτων, από τη συχνότητα της εμφάνισής της και όχι από τη συνεξέτασή της με άλλα στοιχεία του κειμένου: ύφος, φωνή, διάθεση, κ.λπ. Η διάθεση για αντικειμενικότητα με τη χρήση δύο ή και περισσότερων κριτών οι οποίοι, μετά από συστηματική εκπαίδευση από τον ερευνητή, αποφασίζουν για το θετικό, αρνητικό, ουδέτερο ή αρνητικό περιεχόμενο της μονάδας ανάλυσης ως προς το υπό εξέτασιν ζήτημα, καταργεί, ουσιαστικά τις αμφισβητούμενες εκείνες περιπτώσεις των μονάδων ανάλυσης, η εξέταση των οποίων θα είχε και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Από αυτές θα προέκυπταν ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για το σκόπιμο ή μη αυτής της «ασάφειας», της «ουδετερότητας», της αμφισημίας, ή και της πολυσημίας, εν τέλει. Όπως, ενδιαφέρον θα είχε η εξέταση των αποσιωπήσεων των στοιχείων και πληροφοριών που δεν περιέχονται στα κείμενα, αυτών που βιώνουν λάθρα σ’ αυτά (λ.χ. η παρουσία των γυναικών στην Ιστορία, η ιστορία του εργατικού κινήματος, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, κ.ά.).

[…]

Οι ερευνητές που εργάζονται με τη μέθοδο της ανάλυσης λόγου, ξεκινούν με την παραδοχή ότι τα επιμέρους αποσπάσματα, ακόμη και η σύνθεσή τους δεν είναι ολόκληρο το κείμενο. Τα κείμενα δεν εξετάζονται μόνον από άποψη «υλική» (αυτό που είναι τυπωμένο στο χαρτί) αλλά και ως λόγος (discourse), ως κοινωνική πρακτική με την προθετικότητα, τους προσανατολισμούς και τις κατευθύνσεις της. Η γλώσσα θεωρείται ως πηγή θεμελιώδους σημασίας για την κατασκευή της ανθρώπινης εμπειρίας. Πιο αναλυτικά, η γλώσσα ενέχεται στον τρόπο με τον οποίο συγκροτούμε και οργανώνουμε την εμπειρία μας. Τα κείμενα, με τη σειρά τους, δεν είναι απλώς «αποθήκες νοημάτων», δεν καθρεφτίζουν τον πραγματικό κόσμο, πριμοδοτούν συγκεκριμένες αναγνώσεις του πραγματικού κόσμου, οι οποίες δεν είναι ποτέ ουδέτερες. Τα κείμενα, αντίθετα, είναι πολυσημικά και έχουν πολλαπλά νοήματα. Τα κείμενα επιχειρούν να κατασκευάσουν μια «πραγματικότητα» με έναν συγκεκριμένο τρόπο και, ταυτοχρόνως, να ενισχύσουν κάποιες συγκεκριμένες όψεις αυτής της πραγματικότητας προς όφελος κάποιων συγκεκριμένων ομάδων. Τα νοήματα παράγονται από και δια της ανάγνωσης και, για την ακρίβεια, δια των αναγνώσεων.

[…] η σημαντικότερη διάσταση που απουσιάζει από τις αναλύσεις περιεχομένου (κυρίως τις ποσοτικές) είναι η εξέταση του αναγνώστη, του τρόπου με τον οποίον διαβάζει τα κείμενα και του τρόπου με τον οποίον τα χρησιμοποιεί, δηλαδή του τρόπου με τον οποίον διαμορφώνεται η υποκειμενικότητά του. Εάν τα σχολικά εγχειρίδια είναι σημαντικά, αυτό συμβαίνει επειδή όχι μόνον περιέχουν αυτές ή τις άλλες πληροφορίες-γνώσεις για τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στο σχολείο αλλά κυρίως, επειδή έχουν κάποια συγκεκριμένη προθετικότητα ως προς τον προσανατολισμό των μαθητών. Αυτός ο προσανατολισμός είναι που καθιστά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη τη μελέτη των σχολικών βιβλίων και όχι μόνον οι πληροφορίες που παρέχουν. Αυτές οι πληροφορίες είναι μόνον η αρχή της ενδιαφέρουσας και πλούσιας ερευνητικής πορείας, στην οποία, δυνητικά, δεν υπάρχει τέλος.

Κυριάκος Μπονίδης & Ελένη Χοντολίδου, «Έρευνα σχολικών εγχειριδίων: από την Ποσοτική Ανάλυση Περιεχομένου σε Ποιοτικές Μεθόδους Ανάλυσης — το παράδειγμα της Ελλάδας». Παιδαγωγική επιστήμη στην Ελλάδα και την Ευρώπη: τάσεις και προοπτικές. Πρακτικά Ζ΄ Διεθνούς Συνεδρίου, επιμ. Μιχάλης Βάμβουκας & Αντώνης Χουρδάκης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 204-205, 211 & 213.