Το κείμενο συνοδεύει το νέο πρόγραμμα της λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου και εισάγει τους εκπαιδευτικούς στον τρόπο που οι συντάκτριες του προγράμματος αντιλαμβάνονται τη διδασκαλία της ιστορίας της λογοτεχνίας στο σχολείο, σε πλήρη αντίθεση με τα καθιερωμένα έως τώρα.
Η θεωρία της λογοτεχνίας έχει επισημάνει εδώ και δεκαετίες πως η διδασκαλία της λογοτεχνίας, είτε μέσα από συνεχή αφηγηματικά κείμενα, είτε μέσα από λογοτεχνικά αποσπάσματα που ταξινομούνται με ιστορική σειρά, βρίσκεται πάντοτε μπροστά σε έναν κίνδυνο. Τον κίνδυνο της άμβλυνσης της ιστορικής πολυπλοκότητας μέσω της τακτικής της ομοιότροπης παρουσίασης κειμένων και συγγραφέων. Αποτέλεσμα αυτής της απλούστευσης είναι η εντύπωση που παραμένει στους αναγνώστες μιας κλασικής ιστορίας της λογοτεχνίας πως όλα τα έργα γράφτηκαν, κυκλοφόρησαν και διαβάστηκαν από το κοινό τους με τον ίδιο τρόπο, γεγονός που γνωρίζουμε πως δεν ισχύει. Με βάση την παρατήρηση αυτή, οι νεότερες απόψεις για την ιστορία της λογοτεχνίας έχουν διευρύνει την έννοια της ιστορικότητας, προβάλλοντας ποικίλες παραμέτρους για τον προσδιορισμό της. Σύμφωνα με αυτές, η ιστορία της λογοτεχνίας θα πρέπει να έχει ως αποστολή της την αντιμετώπιση ενός δεδομένου λογοτεχνικού φαινομένου ως επικοινωνιακού συνόλου μέσα στην ιστορική και κοινωνική του λειτουργία. Στόχος της διδασκαλίας ενός λογοτεχνικού κειμένου στο μάθημα της λογοτεχνίας, επομένως, πρέπει να είναι η αποκατάσταση αυτού του συνόλου της επικοινωνίας. Σε αυτήν την περίπτωση, ιστορική εξέταση του έργου σημαίνει παρακολούθηση των ποικίλων σχέσεων που διατηρούν ο πομπός και ο δέκτης ή οι δέκτες του λογοτεχνικού φαινομένου στις διάφορες ιστορικές στιγμές.
Με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές πως, μιλώντας για την ιστορικότητα του λογοτεχνικού έργου, μιλούμε οπωσδήποτε για την ιστορικότητα του συνόλου του λογοτεχνικού θεσμού, και ακολούθως, για την ιστορικότητα του συγγραφέα, του κειμένου, της κοινωνίας, του αναγνώστη. Η παράλειψη, η αποσιώπηση ή η άγνοια των παραπάνω παραμέτρων, εμποδίζει την αποκατάσταση της συνολικής ερμηνείας του λογοτεχνικού φαινομένου. Πιο απλά, με αυτούς του όρους, «γνωρίζω ένα κείμενο» σημαίνει γνωρίζω το δημιουργό του, γνωρίζω το ίδιο το κείμενο, γνωρίζω το κοινό ή τους αναγνώστες του, δηλαδή, γνωρίζω πώς διαβάστηκε, τόσο στην εποχή του, όσο και σε άλλες εποχές. Αυτή η προσέγγιση της ιστορίας της λογοτεχνίας επιτρέπει τη συνολικότερη εκτίμηση του λογοτεχνικού φαινομένου μέσα στην ιστορική περίοδο που το δημιούργησε. Παράλληλα, όμως, η ανάγκη να αναζητήσουμε πολλαπλές αναγνώσεις του κειμένου μας βγάζει από την εποχή του και μας φέρνει μέχρι το σήμερα.
Η διεύρυνση, όμως, της έννοιας της ιστορικότητας ανέδειξε και άλλες παραμέτρους της ιστορικής διάστασης της λογοτεχνίας όπως είναι η ιστορικότητα των λογοτεχνικών θεμάτων και των λογοτεχνικών ειδών και ρευμάτων. Η παρακολούθηση των μεταμορφώσεων ενός θέματος σε κείμενα διαφορετικών εποχών αλλά και οι αλλαγές που υφίσταται ένα λογοτεχνικό είδος μέσα στο χρόνο μας ανοίγει δρόμους, μαζί με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, για την κατανόηση της περίπλοκης σχέσης ιστορίας και λογοτεχνίας.
Βενετία Αποστολίδου & Λίνα Κουντουρά (2007). «Εισαγωγή: Η διδασκαλία της ιστορίας της λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο». Διδακτικές προτάσεις για το μάθημα της λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου, επιμ. Βενετία Αποστολίδου & Ελένη Χοντολίδου, Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων 2005-2007, Αθήνα 2007, σ. 11-12.