Χρονικό

Ρουμελιωτάκης Χρίστος

Σε αυτό το μικρό πεζό ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης αναπλάθει το σύντομο διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Πίστομα .

Στα χρόνια λοιπόν εκείνα είχε ξεσπάσει πάλι η εσωκομματική διαπάλη. Με τέτοια ένταση, που αν είχαμε πολυβόλα θα είχαμε μείνει οι μισοί. Και ευτυχώς πολυβόλα είχε μόνο η φρουρά.

Εκείνα τα χρόνια είχανε καθιερωθεί και τρέχανε και τα μέτρα επιεικείας, όπως τα λέγανε. Στην αρχή με τον Πλαστήρα και ύστερα με τον Παπάγο. Μπορούσες, δηλαδή, να ζητήσεις την αναθεώρηση της δίκης σου. Έτσι πολλές χιλιάδες, που είχανε καταδικασθεί, ακόμη και δις ή τρις εις θάνατον, είχαν επιτύχει τον μετριασμό της ποινής τους ή ακόμη και την πλήρη αθώωσή τους.

Τέτοια ήταν η περίπτωση του Σπύρου Π. από την Κέρκυρα. Ύστερα από δέκα χρόνια στη φυλακή, το Αναθεωρητικό τον είχε κρίνει αθώο και είχε διατάξει την απόλυσή του. Και για το λόγο αυτό, νά, τώρα, έπλενε τα ρούχα του και ετοιμαζόταν. Τότε ήταν που εκεί, στη βρύση, έγινε ο ακόλουθος διάλογος με τον συμπολίτη του Ν.Κ., που κι αυτός, δίπλα του, έπλενε τα δικά του, τα χιλιομπαλωμένα, αλλά που είχε ταχθεί με τους άλλους.

— Φεύγεις, λοιπόν;

— Ναι, φεύγω.

— Και θα πας στο χωριό;

— Ναι, θα πάω.

— Και θα βρεις τη γυναίκα σου;

— Ναι, θα τη βρω.

Και το παιδί;

— Ναι, και το παιδί.

Όλος ο διάλογος αυτός δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν δεν κατέληγε στην τελευταία ερώτηση, που βέβαια μόνο ερώτηση δεν ήταν, και στην τελευταία απάντηση.

Και το παιδί;

— Ναι, και το παιδί.

Γιατί ο Σπύρος ο Κερκυραίος, από το χωριό του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, όταν μπήκε στη φυλακή δεν είχε παιδί. Και τώρα, όλοι το ξέρανε, η γυναίκα του, εκεί στους Καρουσάδες, είχε ένα παιδί δυόμισι χρονώ.

Ελληνικό Μπονζάι. 50 Μικρά Διηγήματα Ελλήνων Συγγραφέων, επιμ. Ηρώ Νικοπούλου, Βασίλης Μανουσάκης, Γιάννης Πατίλης, περ. Πλανόδιον, τχ. 52 (Ιούν. 2012) 976-977. Δημοσιεύεται και στο ιστολόγιο Ιστορίες Μπονζάι .