Λογοτεχνία και πολιτισμική εικονολογία

Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη

Σε αυτό το κείμενο εξηγείται και συζητείται η έννοια του στερεοτύπου.

Οι όροι στερεότυπο, λογοτεχνικός τύπος, εικόνα, είναι όροι που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη θεωρία της λογοτεχνίας, αλλά ως δάνειοι από άλλες επιστήμες, και όχι πάντα με σαφήνεια. Στις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος στερεότυπο αναφέρεται σε ανθρώπινες ομάδες: εθνότητες, έθνη, τάξεις, φύλα, και έχει συνδεθεί με τη φυλετική προκατάληψη. Πρόκειται για τις συλλογικές παραστάσεις που κυκλοφορούν στην κοινότητα και εντοπίζονται στα πιο διαφορετικά κείμενα, και όχι μόνο στα λογοτεχνικά.

Ο όρος στερεότυπο έχει συνδεθεί με τον Walter Lippmann, ο οποίος επεσήμανε, στο έργο του Η δημόσια γνώμη (1922), ότι αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα μέσα από εικόνες που είναι σχηματισμένες ήδη στα κεφάλια μας (pictures in our heads), εικόνες από δεύτερο χέρι, που διαμεσολαβούν στη σχέση μας με το πραγματικό. Στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβανόμαστε παρά εκείνο που ο πολιτισμός στον οποίο ανήκουμε έχει προσδιορίσει από πριν για μας. Η κοσμοαντίληψη και η εμπειρία μας της πραγματικότητας διοχετεύονται, κατά τον Lippmann, μέσα σε καλούπια που μας έχουν κληροδοτηθεί από τον πολιτισμό μας. Αυτές οι στερεοτυπικές μορφές αναπαράγονται από τις τέχνες, από τους ειδικούς κώδικες επικοινωνίας μας, από τις κοινωνικές φιλοσοφίες μας και τις πολιτικές μας δραστηριότητες.

Για την ψυχολογία, το στερεότυπο είναι μια ιδέα που υπάρχει εκ των προτέρων και, χωρίς να έχει αποκτηθεί από την εμπειρία, επιβάλλεται στα μέλη μιας ομάδας και έχει τη δυνατότητα να αναπαράγεται χωρίς να μεταβάλλεται. Πρόκειται δηλαδή για μια ψευδή ταξινομική έννοια, απλή και αδιαφοροποίητη, παραπλανητική και από δεύτερο χέρι, που αντιστέκεται στις μεταβολές.

Τα στερεότυπα που αφορούν κοινωνικές ομάδες στηρίζονται σε γενικεύσεις, αποδίδοντας σ’ αυτές γενικά, πάγια και σταθερά επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά για όλα τα μέλη μιας δοσμένης ομάδας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παραλλαγές που υπάρχουν ανάμεσα στα μέλη αυτής της ομάδας, δηλαδή χωρίς τον παράγοντα της εξατομίκευσης του ανθρώπινου προσώπου.

[...]

Η διαφορά ανάμεσα στο κλισέ και το στερεότυπο είναι ότι το πρώτο είναι ομάδα λέξεων αναγνωρίσιμων μέσα στο κείμενο, ενώ το δεύτερο είναι σχήμα πάντα μεταβλητό, που μορφοποιείται με διαφορετικό τρόπο και που ο αποδέκτης πρέπει να το ανασυνθέσει μέσα από τον κώδικα του έργου. Η φράση «αυτός είναι τσιγκούνης σαν Εβραίος», είναι κλισέ. Αλλά το στερεότυπο, υποστηρίζει η Ruth Amossy, είναι ένα σύνολο χαρακτηριστικών που ο αναγνώστης πρέπει να συσχετίσει με ένα προϋπάρχον πολιτισμικό μοντέλο για να ανασυνθέσει, μέσα από την ανάγνωση, τη μορφή του γέρου τσιγκούνη Εβραίου. Το στερεότυπο εδώ δεν αντιστοιχεί σε έναν άνθρωπο, αλλά σε ένα αφηρημένο σχήμα, που το ανθρώπινο πνεύμα εφαρμόζει στον κόσμο για να τον επενδύσει καλύτερα.

Σύμφωνα με τη Ruth Amossy, το στερεότυπο στη λογοτεχνία είναι μια κατασκευή της ανάγνωσης και δεν υπάρχει από μόνο του. Εμφανίζεται στον χρήστη που αναγνωρίζει σ’ αυτό τα μοντέλα της ομάδας του. Στη θέση του όρου στερεότυπο, η Amossy προτείνει ως ορθότερο τον όρο στερεοτυπία, δηλαδή μια δραστηριότητα που κόβει, ράβει και συγκολλά στοιχεία, ανασυνθέτοντάς τα σε ένα σχήμα γνωστό από πριν. Η στερεοτυπία συνίσταται σε μια προγραμματισμένη ανάγνωση του κειμένου.

Ένα στερεοτυπικό πορτρέτο χτίζεται φράση-φράση. Στο μυθιστόρημα του Πολύβιου Δημητρακόπουλου Μάγδα η Εβραία περιγράφεται ο «οικίσκος» του Εβραίου Αβραάμ, γνωστού στη συνοικία ως Αβράμη, «πλανόδιου αγοραστή παλαιών ενδυμάτων, στην πάροδο της οδού Κέκρωπος. Υπό την στέγην εκείνην ευρίσκοντο εν αηδεί συναγωνισμώ η σήψις και η φθορά [...] Ο δαίμων της ακαθαρσίας, ιστάμενος εις την θύραν εκείνην, θα ευρίσκετο εις μεγάλην στενοχωρίαν ποίον εκ των δύο δωματίων έπρεπε να εκλέξει διά να στήσει τον θρόνον του [...] Το ένα επλημμύρει από την ακαθαρσίαν, της οποίας η οσμή είχε τον χαρακτήρα κάποιας διαρκούς σήψεως, τελματώσεως και θανάτου». Η επανάληψη των λέξεων που σχετίζονται με το ακάθαρτο, με τις ηθικές συνδηλώσεις που έχουν οι λέξεις φθορά, σήψις, τελμάτωσις, παράγει το στερεότυπο του απόλυτα ακάθαρτου, του ηθικά ακάθαρτου, που ισοδυναμεί με θανάσιμο κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή ο ακάθαρτος είναι ο Εβραίος παλαιοπώλης Αβράμης.

Ο αναγνώστης ανακαλύπτει το ήδη γνωστό του μοντέλο ενός τύπου που εκπροσωπεί την ηθική σήψη με μια διπλή κίνηση: αποδομεί νοητικά το κείμενο επιλέγοντας ορισμένα στοιχεία. Στη συνέχεια το ξανασυνθέτει ενσωματώνοντας τα τονισμένα χαρακτηριστικά σε ένα δοσμένο καλούπι: Εβραίος, πλανόδιος, σήψις, φθορά, δαίμων της ακαθαρσίας, οσμή, τελμάτωσις, θάνατος. Η στρατηγική του συγγραφέα έγκειται στην αναδιάταξη του στερεότυπου σύμφωνα με τους κανόνες ενός προκατασκευασμένου μοντέλου, και όχι απλά στη διατύπωση μιας φράσης-κλισέ.

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ο Άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σ. 157-158 & 163-165.