Παραρλάμα

Βουτυράς Δημοσθένης

Το διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1920 και περιλαμβάνεται στην έκδοση των Απάντων (1999) του συγγραφέα. Ο βασικός ήρωας, αλλά και το κεντρικό γεγονός, —«ανοίκεια», σε πρώτο επίπεδο, για τον μαθητή-αναγνώστη— μπορούν ενδεχομένως στα επιμέρους γνωρίσματά τους (απομόνωση και (αυτο)αποκλεισμός, μίσος και τάση για εκδίκηση) να συνδεθούν με ανάλογες/αντίστοιχες εμπειρίες που έχει από τη ζωή ή τα λογοτεχνικά του διαβάσματα. Σύμφωνα με τη Rosenblatt (1960), o αναγνώστης προσεγγίζει το κείμενο καταρχάς μέσω επιλεγμένων από αυτόν «κλειδιών ή λεκτικών συμβόλων, τα οποία σχετίζονται με την προϋπάρχουσα εμπειρία του και «κτίζει» πάνω σε αυτά τα «ανοίκεια» στοιχεία που προκύπτουν από το κείμενο. Με αυτόν τον τρόπο, η συνάντηση του αναγνώστη με έναν ήρωα όπως ο Φάρμας του Δ. Βουτυρά, είναι αναμενόμενο να τον οδηγήσει στη συνειδητοποίηση και πιθανόν στην ανασυγκρότηση της στάσης του όσον αφορά τα περιθωριακά άτομα και τον κοινωνικό αποκλεισμό ή τουλάχιστον στη σύνδεση των όποιων μεροληψιών του με τα προσωπικά του βιώματα. Η αναγνωστική αυτή εμπειρία συνοδεύεται από την παράλληλη αναγνώριση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της γραφής του Βουτυρά: η ελλειπτικότητα και το μυστήριο, η αμφισημία και η έκπληξη, η σύζευξη του ρεαλιστικού με το υπερ-ρεαλιστικό θα συνδεθούν, θα προκαλέσουν και πιθανόν θα αναδομήσουν την αντίληψη του αναγνώστη για την τεχνική του διηγήματος.

Κάποτε του Φάρμα του ερχόντανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Άλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά, τί ήθελε να θυμάται;

Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς Δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα, που πρώτη φορά το έβλεπε.

Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανόταν μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.

Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε, ήταν το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.

Όταν εσχόλαζε έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.

Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ’ ήταν σ’ αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ’ ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν’ αφήσουν ίχνος. Μια βραδιά άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο, που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ τις λέξεις: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στο Βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.

Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη ανοίγοντας και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήταν το μόνο, που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.

[…]

Το διήγημα συνεχίζεται εδώ .