Αν διαβαστεί χωρίς να τοποθετηθεί στο συγκείμενο της συγγραφής του (ο Χάκκας αναφέρεται στις συνεδριάσεις του ΚΚΕ στα μέσα της δεκαετίας του ’50), το κείμενο αυτό καλεί τους αναγνώστες να νοηματοδοτήσουν τη «σύσκεψη» και την εντός αυτής «αιχμαλωσία», μέσα στον δικό τους «ορίζοντα προσδοκιών», τα αισθητικά δηλαδή χαρακτηριστικά και την ιδεολογική προοπτική που αυτοί αναμένουν να εντοπίσουν στα λογοτεχνικά κείμενα (Jauß 1975). Το σύγχρονο ιστορικό πλαίσιο, που καθορίζει τον «ορίζοντα προσδοκιών» των σημερινών αναγνωστών, οδηγεί τους τελευταίους σε μια πολλαπλή ανάγνωση/αναγνώριση της «σύσκεψης»: συνεδρίαση στελεχών μεγάλης εταιρείας (κινηματογραφικές συνδηλώσεις), συνεδρίαση της βουλής, τηλεοπτικές πολιτικές συζητήσεις, η «εικονική πραγματικότητα» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά και κάθε συνθήκη, βάσει της οποίας η συστηματική επικοινωνία σε ένα περιβάλλον μιας «κουρντισμένης» ρητορικής (ακόμη και αν είναι απλώς η «παρέα») παραλύει τα αυθεντικά αντανακλαστικά της ζωής. Ο άνθρωπος, μολονότι ονειρεύεται την απόδραση, στο τέλος δεν την πραγματοποιεί· παραμένει αιχμάλωτος. Ποιου πράγματος; Του φόβου; Της συνήθειας; Της αδράνειας; Της αδυναμίας του να πιστέψει ότι η εναλλακτική είναι εφικτή; Οι πολλαπλές νοηματοδοτήσεις των δύο εννοιών από σύγχρονους αναγνώστες δικαιώνουν την παρατήρηση του Jauß ότι διαφορετικοί αναγνώστες της ίδιας εποχής δεν μοιράζονται αναγκαστικά τον ίδιο ορίζοντα (Jauß 1995, 103).
Η σύσκεψη συνεχίζονταν…
Ήτανε δύσκολο να καθορίσει το χρόνο της έναρξης, αν είχε αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά, πριν δέκα μέρες ή πριν δέκα χρόνια. Ακόμα αμφέβαλε αν υπήρχε κάποια αρχή, ένα συγκεκριμένο σημείο εκκίνησης, αφού ολοένα και περισσότερο ένιωθε πως δεν υπήρχε ένα τέλος.
Η σύσκεψη συνεχίζοταν, ένα ποτάμι χωρίς εκβολές και πηγές. Ο ίδιος δεν ένιωθε σα σταγόνα που ξεκίνησε από την αρχή για να φτάσει στο τέρμα. Είχε την επίμονη αίσθηση ότι βρίσκεται έξω απ’ το ρεύμα, στην άκρη της κοίτης, στο ίδιο πάντα σημείο και βλέπει διαρκώς να κυλάει.
Είχε συναίσθηση ότι παίρνει μέρος στη σύσκεψη μόνο από τη συνέχιση της διαδικασίας με τους εναλλασσόμενους ομιλητές, τις καθιερωμένες χειρονομίες, τον τρόπο που ανοίγαν το στόμα και άρθρωναν τις λέξεις. Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο (Κι εγώ με τη στεντόρια φωνή μου), που δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή ομιλία για το ψωμί και τον έρωτα, για τη ζωή και το θάνατο, κουρντισμένα όλα σε μια σειρά και μια τάξη (κι εγώ με τη σειρά μου…), αυτά τ’ ακατανόητα λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε σα φορτίο αβάσταχτο.
Η σύσκεψη συνεχίζονταν, μια πλάκα για χιλιοστή φορά στο πικάπ, μια κόρνα αυτοκινήτου που κόλλησε και που κανένας δεν νοιάζονταν να σταματήσει αυτός ο άχρηστος θόρυβος.
… Ένα λεωφορείο που πήγαινε… Αυτός στριμώχνοντας μπήκε, όταν ξαφνικά η πόρτα έκλεισε κι έπιασε στην άκρη το μανίκι της καμπαρντίνας. Δοκίμασε μαλακά να το τραβήξει και κατάλαβε πως είχε γαντζώσει σε κάποιο καρφάκι. Μπορούσε όμως να περιμένει μέχρι την επόμενη στάση. Θ’ άνοιγε η πόρτα και θα ελευθέρωνε το μανίκι χωρίς αβαρίες. Ήταν υπόθεση ενός, δύο λεπτών το πολύ. Θα το άντεχε; Δυο λεπτά το πολύ υπομονής. Τράβηξε απότομα το χέρι αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε σχίσιμο. Δεν μπορούσε να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος, έστω για λίγο, μιας πόρτας…
Τώρα γιατί παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης; Βέβαια μπορεί νάταν κλειστά τα παράθυρα, βουλωμένες οι χαραμάδες κι οι τρύπες, αλλά η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη. Φαίνοταν από κεί που καθόταν φαρδιά, μεγάλη και εύκολη. Θα σηκώνοταν ήσυχα ήσυχα, θα περνούσε απαρατήρητος ανάμεσα απ’ τους ακροατές με τα πεσμένα βλέφαρα και τις ξαναμμένες παλάμες, μια και χρόνια ήταν απών, από τη σύσκεψη, αφού όλοι απουσίαζαν, αφού κανέναν από τους ομιλητές δεν κατανοούσε, θα περνούσε την πόρτα και φορώντας την καπαρντίνα ανεμπόδιστα με την ομπρέλα και το καπέλο στο χέρι, θ’ αναχωρούσε χωρίς χαιρετούρες.
Μπορεί έξω να ήταν καλοκαίρι και να μη χρειαζόταν η ομπρέλα…
Από την ορθάνοιχτη πόρτα φαινόταν ένα κομμάτι μεσημέρι κι ακούγοταν το μονότονο τραγούδι του τζίτζικα. Ο φύλακας κοιμόταν. Κοιμόταν βαθιά στην καρέκλα, με πεσμένα τα βλέφαρα, με σταυρωμένα τα χέρια σα νάταν νεκρός, σα να μην υπήρχε δίπλα στην πόρτα. Μπορούσε να κάνει δυο βήματα και να βρεθεί έξω για ένα λεπτό, για μια ώρα, για πάντα ύστερα από είκοσι χρόνια φυλάκιση, αρκεί να δρασκελούσε την πόρτα, αρκεί να τολμούσε, αρκεί να το ήθελε, αρκεί… Χωρίς δισταγμό έστριψε για το αρχιφυλακείο που τον είχαν καλέσει…
Τώρα τον είχε καλέσει ο Πρόεδρος, δίνοντάς του το λόγο να πει κι αυτός τις σκέψεις του, συνεχίζοντας τη σύσκεψη. Δεν μπορούσε να φύγει, δεν έπρεπε να φύγει. Για να συνεχίσει «κι αυτός με τη σειρά του» τη σύσκεψη, άρχισε να μιλάει με τον ίδιο ρυθμό που μίλησαν οι άλλοι, στον ίδιο τόνο φωνής, με τις ίδιες κινήσεις.
Η σύσκεψη συνεχίζοταν…
Μάριος Χάκκας, Τυφεκιοφόρος του εχθρού. Διηγήματα, Κέδρος, Αθήνα 21972, σ. 131-133.