Αν και —σύμφωνα με την κυρίαρχη ακόμα και σήμερα αντίληψη— τα λογοτεχνικά κείμενα «μιλούν» στους αναγνώστες, σύγχρονες θεωρήσεις εστιάζουν στη σημασία που έχουν οι «σιωπές» τους, τα κενά που αφήνουν πίσω από τις λέξεις «πάνω στη σελίδα». Ο Wolfgang Iser, εισηγητής του όρου «κενά απροσδιοριστίας», εξηγεί με ποιο τρόπο ό,τι δεν διατυπώνεται αποτελεί την κινητήριο δύναμη της επικοινωνίας μεταξύ κειμένου και αναγνώστη. Η επικοινωνία αυτή είναι από μόνη της μια εμπειρία που σημαδεύει τόσο τις αναγνωστικές πρακτικές που ακολουθεί ο αναγνώστης, όσο και την ίδια του την ταυτότητα.
[…] Τα κενά ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν πρέπει να θεωρούνται ελαττώματα, όπως θα μπορούσε ενδεχομένως να υποθέσει κανείς· αποτελούν αντίθετα το βασικό αφετηριακό σημείο της επίδρασής τους. Κατά κανόνα ο αναγνώστης δεν θα τα αντιληφθεί καν. Αυτό ισχύει για τα περισσότερα μυθιστορήματα μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Επηρεάζουν παρ’ όλα αυτά την ανάγνωση, γιατί κατά τη αναγνωστική διαδικασία δημιουργούνται συνεχώς «σχηματισμένες οπτικές». Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης συνεχώς συμπληρώνει τα κενά, δηλαδή τα εξαλείφει. Για να το κάνει αυτό, χρησιμοποιεί το πεδίο που είναι ανοιχτό στο ερμηνευτικό παιχνίδι και αποκαθιστά ο ίδιος τις μη διατυπωμένες συνδέσεις μεταξύ των επιμέρους οπτικών. Αυτό αποδεικνύεται από το απλό εμπειρικό γεγονός ότι η δεύτερη ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου πολύ συχνά γεννά μια πολύ διαφορετική εντύπωση από τη πρώτη. […]
Σε αυτή τη δομή κρύβεται η πρόσκληση συμμετοχής που απευθύνει το κείμενο στον αναγνώστη. Αν συρρικνωθούν τα κενά σε ένα μυθοπλαστικό κείμενο, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να προκαλέσει ανία στον αναγνώστη, καθώς τον φέρνει αντιμέτωπο με ολοένα και περισσότερους προσδιορισμούς — είτε αυτοί έχουν ιδεολογικό είτε ουτοπικό προσανατολισμό. Μόνο τα κενά διασφαλίζουν τη συμμετοχή στην ολοκλήρωση και στη συγκρότηση του νοήματος της πλοκής. Αν ένα κείμενο προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, τότε ο αναγνώστης θα εκλάβει τη πρόθεση που έχει συνθέσει ο ίδιος όχι απλώς ως αληθοφανή αλλά ως αληθινή. Διότι έχουμε γενικότερα την τάση να αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικά αυτά που φτιάχνουμε οι ίδιοι. Αποδεικνύεται λοιπόν έτσι ότι η ύπαρξη κενών σε ένα κείμενο είναι η στοιχειώδης προϋπόθεση της συμμετοχής. […]
[…] Τα μυθοπλαστικά κείμενα μας επιστρέφουν εκείνον τον βαθμό ελευθερίας στην κατανόηση, η οποία ξοδεύεται, σπαταλιέται και πολύ συχνά χάνεται κατά την πράξη. Ταυτόχρονα τα μυθοπλαστικά κείμενα προσφέρουν ερωτήματα και προβλήματα που ανακύπτουν από τον καταναγκασμό της καθημερινής πράξης. Έτσι, με κάθε κείμενο δεν αποκτούμε μόνο εμπειρίες σχετικές με το κείμενο αλλά και εμπειρίες σχετικές με τον ίδιο μας τον εαυτό. Προκειμένου αυτές οι εμπειρίες να έχουν επίδραση, το κείμενο δεν πρέπει ποτέ να τις κατονομάζει. […] Τα μυθοπλαστικά κείμενα είναι έτσι κατασκευασμένα ώστε να μην επιβεβαιώνουν πλήρως κανένα από τα νοήματα που εμείς τους έχουμε αποδώσει, παρότι τα ίδια μας οδηγούν συνεχώς μέσω της δομής τους σε τέτοιες πράξεις νοηματοδότησης. Όταν αποδίδουμε στα μυθοπλαστικά κείμενα ένα μονοσήμαντο νόημα, τότε φαίνεται να μας δείχνουν πόσο περιορισμένη είναι κάθε μονοσημαντότητα και να αποδεικνύουν ότι το νόημα πρέπει πάντοτε να συγκροτείται εκ νέου. Από την άποψη αυτή τα μυθοπλαστικά κείμενα προηγούνται πάντοτε της βιοτικής μας πρακτικής. Αυτό όμως το αντιλαμβανόμαστε μόνο όταν καλούμαστε να συμπληρώσουμε την απροσδιοριστία τους με νόημα.
Βόλφγκανγκ Ίζερ, «Η προσκλητική δομή των κειμένων. Η απροσδιοριστία ως όρος της επίδρασης του λογοτεχνικού λόγου». Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα. Ανθολόγιο κειμένων, επιμ. K.M. Newton, μτφρ. Αθανάσιος Κατσικερός & Κώστας Σπαθαράκης, πρόλογος στην ελληνική έκδοση Αλέξης Καλοκαιρινός, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2013, σ. 346-347 & 348.