Σαντορίνη ΙΙ

Κάλας Νικόλαος

Ο Νικόλαος Κάλας δημοσιεύει το ποίημα «Σαντορίνη» το 1932 συμβάλλοντας τόσο στην μυθοποίηση του νησιού όσο και στη μυθοποίηση του Αιγαίου ως τόπου μνήμης.

I

Σε πύρινες στιγμές ενόμιζα πως το γλυκό μαβί σκιάζοντας του νησιού τα νερά ανοίγει απόρθητα βάθη καθρέφτες ελπίδων, ματιών, ηδονών και χάρηκα

ενόμιζα από του ύψους των βουνών που σπουν την μπλάβα αρμονία πως στους κρατήρες του ιλίγγου καίγονται ανώφελες εκφράσεις παιδιά βιβλίων, γνώσεων και νόμων και χάρηκα

τα νόμιζα αυτά άμα είδα τα καΐκια ν’ αγκαλιάζουν τους ανέμους τώρα όμως που τα βλέπω στου πρωιού τον ύπνο δεμένα στο μόλο διακρίνω μόνο των φτερών τους τους σκληρούς σκελετούς και νεκρός πια στο κάθε φύσημα θωρώ τους ορίζοντες των αρχιπελάγων εγώ ένας απλός καϊκτσής σ’ ένα λιμάνι αόρατων βυθών.

II

Μαύρα και ψηλά είναι τα βουνά του νησιού μου πιο ψηλά μια που το κόκκινο της γης είναι βαθύ και μαύρο σαν τους βυθούς τους θολωμένους από τους περιπάτους των στους ορίζοντες μαζί με τους ανέμους τώρα που τα καράβια έχουν ανάψει τα πανιά τους σ’ άλλες θάλασσες η γύρω μου ερημιά πλημμυρίζετ’ από αναμνήσεις που χαϊδεύουν τα βράχια όπου ζούσαν οι ώρες αλαφρά αλαφρά, όταν ήταν γαλαζόχρωμες οι νύχτες τα μπλου τα μάτια όμως έχουνε χαθεί, αφότου φύγαν εσίγησε η θάλασσα κι αυτά μ’ αρέσει να νομίζω πως έχουν μαρανθεί στους αφρούς ξένης χώρας τ’ αγύριστο ταξίδι τους μπορεί να μην ελύπησε τη γη να μην εβάθυνε τα κύματα, τους βυθούς να μην έχει ταράξει αδιάφορο κάποια αλλαγή εφύσηξε στους τόπους τούτους η μοναξιά από την ημέρα που τους εσκούρανε το ζευγαρωτό παιχνίδι της φυγής με την αναμονή.

VIII

Λέξη στεγνή είν’ τώρα για μένα η Σαντορίνη στάχτη στη θύμησή μου γέννημα φωτιάς καραβιού που μ’ έδιωξε από απόκρημνες ακτές για να θολώσει τους πόθους, τα όνειρά μου, με τους ψηλούς καπνούς των πόλεων. Εκεί τώρα ζω — σε πεδιάδες φουσκωμένες από σπίτια που σφίγγουν τις καρδιές μέσα σε τοίχους, μες σε δρόμους. Ο βαρύς όγκος των βράχων της Θήρας άνετα άπλωνε τις ελπίδες πάνου σε γυμνές πλαγιές.

Συχνά χωρίς λόγο τη μέρα, τη νύχτα καταφτάνουν στιγμής που κλονίζουν την ύπαρξή μου με τους κινδύνους εκείνου του νησιού. Σειούνται πάλι οι βυθοί κι η ταραχή που νοθεύει το χρώμα των αλμυρών νερών του Αιγαίου.

Κι όμως, για την καταστροφή αρμονικής συνέχειας όψης γαλάζιας αρκούσαν οι βίαιες κινήσεις των ανέμων — η βροχή αρκούσαν — και περίττευε αυτή η ενοχλητική παρέμβαση βαθιάς ανησυχίας στις τόσες δυσκολίες αβέβαιης επιφάνειας.

Νικόλαος Κάλας, Γραφή και φως, Ίκαρος, Αθήνα 21998, σ. 60-61 & 67.