Το έργο Ιππόλυτος του Ευριπίδη (480-406 π.Χ.) είναι γνωστό ως «Ιππόλυτος στεφανηφόρος». Η τραγωδία διδάχτηκε το πιθανότερο το 428 π.Χ. Προηγουμένως ο Ευριπίδης είχε παρουσιάσει μια άλλη εκδοχή του μύθου στην τραγωδία Ιππόλυτος Καλυπτόμενος, η οποία δεν έχει διασωθεί, αλλά για την οποία υπάρχουν μαρτυρίες ότι είχε προκαλέσει το κοινό αίσθημα. Στο απόσπασμα ο χορός προαναγγέλλει την αυτοκτονία της Φαίδρας.
Σ’ απόκρυφες φωλιές κι απάτητες άμποτε να ’φτανα αγριοπούλο φτερωτό· όπου σε σμάρια ο θεός να μ’ έκρυβε πουλιών. Ή πάνω απ’ το θαλάσσιο κύμα φτερολάμνοντας στις αδριατικές να ’φτανα ακτές κι ως του Ηριδανού τα νάματα, όπου στο κύμα που φουσκώνει ταραγμένο του Φαέθοντα οι τρισάμοιρες θλιμμένες αδελφές σταλάζουν κεχριμπάρια λαμπρά τα δάκρυά τους.
Άμποτε στην παραθαλάσσια χώρα να ’φτανα τη μηλοφύτευτη των Εσπερίδων των γλυκόλαλων, όπου της θάλασσας ο αφέντης δρόμο στους ναύτες δε δίνει νά ’βγουν απ’ τη μανιασμένη λίμνη το άγριο τέρμα κατέχοντας τ’ ουρανού, που ο Άτλαντας σηκώνει. Αθάνατες εκεί αναβρύζουν βρυσομάνες, σε κάθε κλίνη πλάι των παλατιών του Δία, όπου η πανίερη πλουτοδότρα γη αυξαίνει των θεών τη μακαριότητα.
Λευκόφτερο καράβι από την Κρήτη, που το κύμα το πελαγίσιο θαλασσοδαρμένο σκίζοντας έφερες τη βασίλισσά μου εδώ από πανόλβια ανάκτορα κέρδος γάμου κακού ανωφέλητο. Τάχα απ’ τα δυο τα μέρη ή απ’ της Κρήτης τη γη πετώντας κακοσήμαδο μας ήρθε πουλί στη δοξασμένη Αθήνα, και στις ακτές της Μουνυχίας έδεσαν τις άκρες των πλεχτών παλαμαριών οι ναύτες στη στεριά πηδώντας.
Κι έτσι της Αφροδίτης ο ανόσιος έρωτας τσακίζει, το μυαλό μ’ αρρώστια δεινή· και στη βαριά της συμφορά βουλιάζοντας, από τα νυφικά ταβάνια κρεμασμένη θηλιά στερεώνοντας τριγύρω στο λευκό λαιμό της θα περάσει απ’ τη σκληρή της μοίρα ντροπιασμένη φήμη έτσι προτιμώντας που δοξάζει κι από το νου της βγάζοντας τον αλγεινό της έρωτα.
Ευριπίδης, Ιππόλυτος, μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, σ. 69-73.