«Η σιωπή των Σειρήνων», ένα κείμενο του Franz Kafka που έγινε γνωστό με τον τίτλο που του έδωσε ο Max Brod, γράφτηκε το 1917 και δημοσιεύτηκε το 1931. Το κείμενο έχει ως θέμα τη συνάντηση του Οδυσσέα με τις Σειρήνες και αποτελεί ένα παράδειγμα των λογοτεχνικών μεταλλάξεων που μπορεί να υποστεί ένας μύθος.
Απόδειξη ότι και ανεπαρκή, έως και παιδαριώδη, μέτρα μπορούν να εξασφαλίσουν τη σωτηρία.
Για να προστατευθεί από τις Σειρήνες ο Οδυσσέας βούλωσε τα αφτιά του με κερί και όρισε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Σε παρόμοια μέτρα θα μπορούσαν ασφαλώς να είχαν καταφύγει οι ταξιδιώτες και στο παρελθόν (εκτός από εκείνους που τους είχαν γοητέψει οι Σειρήνες ήδη από μακριά), όμως ήταν γνωστό σε όλους ότι τέτοια τεχνάσματα σε καμία περίπτωση δεν ωφελούσαν. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, ακόμα και το κερί, και ο πόθος των γητεμένων μπορούσε να σπάσει δεσμά ισχυρότερα από αλυσίδες και κατάρτια. Αυτό όμως δεν το αναλογίστηκε ο Οδυσσέας, αν και το είχε ίσως ακουστά· εκείνος εμπιστεύτηκε απόλυτα τη χούφτα κερί και τις κάποιες αλυσίδες και γεμάτος ικανοποίηση για τα τεχνάσματά του αρμένισε καταπάνω στις Σειρήνες.
Οι Σειρήνες, ωστόσο, διαθέτουν ένα ακόμα πιο φοβερό όπλο από το τραγούδι τους: τη σιωπή τους. Μπορεί να μην έχει συμβεί έως τώρα, υπάρχει ωστόσο η πιθανότητα κάποιος να γλιτώσει από το τραγούδι τους, από τη σιωπή τους όμως αποκλείεται. Τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να αντισταθεί στα συναισθήματα εκείνου ο οποίος πιστεύει ότι τις νίκησε με την αξία του· η υπεροψία που απορρέει από την πεποίθηση αυτή είναι σαρωτική.
Και πράγματι, όταν έφτασε ο Οδυσσέας, οι φοβερές αυτές τραγουδίστριες δεν τραγούδησαν, είτε επειδή πίστευαν ότι τέτοιος αντίπαλος μπορεί να αντιμετωπιστεί μονάχα με τη σιωπή, είτε επειδή η έκφραση της ευδαιμονίας στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που δεν είχε στο νου του παρά κεριά και αλυσίδες, τις έκανε να λησμονήσουν κάθε τραγούδι.
Ο Οδυσσέας ωστόσο δεν άκουσε, για να το πούμε έτσι, τη σιωπή τους, πίστεψε πως τραγουδούσαν και πως μονάχα εκείνος ήταν προστατευμένος από το άκουσμά τους, αρχικά είδε φευγαλέα τις συσπάσεις των λαιμών τους, τις βαθιές ανάσες, τα βουρκωμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, θεώρησε όμως πως ήταν μέρος του τραγουδιού τους που ανήκουστο απλωνόταν γύρω του. Σύντομα ωστόσο δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τίποτε απ’ όλα αυτά στο βλέμμα του που ατένιζε τον ορίζοντα, οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξανεμίστηκαν από μπροστά του και τη στιγμή ακριβώς της μεγαλύτερης εγγύτητας, εκείνος τις είχε κιόλας ξεχάσει.
Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, τεντώνονταν και συστρέφονταν, άφηναν τη φρικτή τους κόμη ελεύθερη ν’ ανεμίζει, άφηναν τα γαμψά τους νύχια να χαλαρώσουν πάνω στα βράχια, δεν ήθελαν πια να αποπλανήσουν, μόνο να συγκρατήσουν το αντιφέγγισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα όσο το δυνατόν πιο πολλή ώρα.
Αν είχαν συνείδηση οι Σειρήνες, θα είχαν συντριβεί τότε, όμως παρέμειναν, και μονάχα ο Οδυσσέας τούς ξέφυγε.
Υπάρχει και ένα επίμετρο στην ιστορία αυτή. Ο Οδυσσέας, έτσι λένε, ήταν τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που ούτε και η ίδια η μοίρα δεν μπορούσε να εισχωρήσει στα ενδόμυχά του, ίσως εκείνος, αν και αυτό δεν μπορεί πλέον να το συλλάβει ο νους του ανθρώπου, να κατάλαβε πως οι Σειρήνες σώπαιναν και ίσως οι παραπάνω προσποιήσεις να ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την έτεινε απέναντί τους και απέναντι στους θεούς.
Franz Kafka, Διηγήματα και μικρά πεζά, μτφρ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Ροές, Αθήνα 2006, σ. 136-138.