Καπετάν Μιχάλης

Καζαντζάκης Νίκος

Τα επιλεγμένα αποσπάσματα επιτρέπουν να παρακολουθήσει κανείς χαρακτηριστικά σημεία από τη διαγραφή του χαρακτήρα της Εμινέ και να διαπιστώσει τη στερεοτυπική απεικόνισή της.

— Το άτι του Νουρήμπεη περνάει, το νου σας, παιδιά! ακούστηκε μια φωνή πέρα από το μπαρμπέρικο του κυρ Παρασκευά του Συριανού.

Πέντ’ έξι ακούρευτοι κι ένας με σαπουνάδες πετάχτηκαν όξω από την πόρτα. Στάθηκαν με το στόμα ανοιχτό, με απλωμένο το λαιμό και καμάρωναν.

— Θεόψυχά μου, έκαμε ένας νταγλαράς με στριφτά τραγίσια γένια, θεόψυχά μου, αν μού ’λεγαν: «Το άλογο του Νουρή θες για τη χανούμη του; διάλεξε!», θα διάλεγα το άλογο.

— Ο νους σου και του μπογιατζή ο κόπανος! τον αντίσκοψε, φρεσκοξουρισμένος, ο Γιάνναρος ο μπογιατζής, που τον έλεγαν και Φουρόγατο, γιατί ’χε αγκαθωτά ανασηκωμένα μουστάκια· ξακουστή ’ναι, μωρέ, η Εμινέ χανούμη· όμορφη ’ναι, λέει, η σκύλα, κι είκοσι χρονών, κι άγρια· διάλεξέ την, κακομοίρη, να φραθούν τα μεριά σου!

— Καλλιά ’χω το άλογο, σου λέω, ξανάπε ο τραγογένης, δε μαγαρίζω!

[…]

— Καλώς την Εμινέ χανούμη, είπε τρυφερά, καλώς τη… καλώς τη…

Στο περβάζι της πόρτας, στα μεσοσκότεινα, μια κοπέλα φεγγοβόλησε, φεγγαροπρόσωπη κι αυτή σαν το Νουρή, κρυφοπαχιά, αφράτη, με μεγάλα λοξά μάτια, με βαμμένα μάγουλα, χείλια, φρύδια, τσίνουρα· τα νύχια της κι οι απαλάμες βαμμένα με κινά, και κρατούσε, σα μωρό στην αγκάλη της, ένα μικρό γυαλιστερό μπουζούκι.

[…]

Κακάρισε η χανούμη σαν πέρδικα. Ακούμπησε το μπουζούκι στα γόνατά της, βάρεσε μερικές άγριες κοντυλιές, ανασήκωσε το λαιμό.

— Τί θα μας τραγουδήσεις, κυρά μου; ρώτησε ευτυχισμένος ο μπέης.

— Ό,τι θέλω, αποκρίθηκε αυτή.

Ζωντάνεψε το μπουζούκι, κουνήθηκε μέσα στο μεσόφωτο σα θεριό, αναχούμισε τον αγέρα. Κι ολομεμιάς, από τον ανάγερτο λαιμό, τινάχτηκε συντριβάνι από το σπλάχνο της γης, η φωνή της γυναίκας. Κουνήθηκε το σπίτι, βούλιαξε, έτριξαν τα μελίγγια του καπετάν Μιχάλη. Τί πόλεμος ήταν ετούτος, τί γιουρούσι, τί αναγάλλιαση στις φούχτες του μέσα, στο λαιμό, στα νεφρά του! Χαμήλωσαν τα βουνά, κοκκίνησε ο κάμπος από τούρκικα ασκέρια, χίμηξε απάνω τους ο καπετάν Μιχάλης καβάλα στο μαύρο άτι του Νουρή, πίσω του χιλιάδες Κρητικοί με τα μαύρα κεφαλομάντιλα, μπροστά του κανένας. Φώναζαν τα χωριά, καίγουνταν, σαν κυπαρίσσια λατομιούνταν κι έπεφταν οι μιναρέδες, ώς τα γόνατα του αλόγου του και την κοιλιά ανέβαινε το αίμα. Κοίταζε γύρα του· δεν ήταν ετούτη Κρήτη· δεν ήταν ετούτα τα μουράγια του Μεγαλόκαστρου κι η θάλασσά του και τα σπίτια· δεν ήταν ετούτο τζαμί· είχε μπει, καβάλα στο άτι του Νουρή, μέσα στην Αγια-Σοφιά! Πέζεψε, έκαμε το σταυρό του, σήκωσε το κεφάλι αψηλά στον ουρανοκρέμαστο τρούλο, κι είχαν, λέει, σηκωθεί από τα μνήματά τους οι καμπάνες, και κρέμουνταν από τα γλωσσίδια τους ο γερο-καντηλανάφτης του Άι-Μηνά, ο Μούρτζουφλος, μα ένας Μούρτζουφλος σαράντα οργιές, και τις βαρούσε κι αντιδονούνταν, μούγκριζε, χόρευε κι αυτός μαζί τους, σαν καμπάνα.

Έπιασε ο καπετάν Μιχάλης με τις απαλάμες του τα μελίγγια του· κι άξαφνα ο κόσμος πάλι στάθηκε, ξανάρθε η Κρήτη και το Μεγάλο Κάστρο και το κονάκι του μπέη· κι ο μπέης, που κοίταζε την Εμινέ κι αναστέναζε κι έπινε… Μάδησε ο νους, ξαναμπήκε στη φυλακή του — ο λαιμός της Κερκέζας είχε σωπάσει.

Κάμποση ώρα κανένας δε μιλούσε. Τέλος η Εμινέ κουνήθηκε, χάδεψε το μπουζούκι απάνω στα γόνατά της:

— Ήταν ένα παλιό κερκέζικο τραγούδι, είπε· το τραγουδούν οι άντρες όταν καβαλούν τ’ αλόγατα και κινούν για τον πόλεμο.

[…]

Η Εμινέ δεν μπορούσε κι αυτή να κοιμηθεί· ζεσταίνουνταν, είχε πετάξει τη νυχτικιά της, κι ως έσκυψε, ξέκρινε μέσα στο φεγγαρόφωτο έναν άντρα ν’ ακουμπάει στον παραστάτη της πόρτας, ξεπνεμένος· τον γνώρισε μεμιάς. Γέλασε, στράφηκε στην Αραπίνα που λαγοκοιμόταν στριμωγμένη σε μια γωνιά:

— Τον κακομοίρη, είπε κακαρίζοντας· έλα να τον δεις· λιγοθύμησε, θαρρώ, και μού ’ρχεται να κατεβώ να τον ξελιγώσω· πώς με ξελίγωσε μαθές κι αυτός; Τί λες και συ, Μαρία; ο Νουρής λείπει στο μετόχι.

[…]

— Δεμένος είναι ο σκύλος; Έλα, ορνιθόμυαλη, μην τρέμεις· χαρά στο πράμα! Μα γι’ αυτό, κακομοίρα μου, έκαμε ο Θεός τους άντρες και τις γυναίκες… Κι ύστερα, τί φεγγάρι απόψε, τί ζεστός αέρας, άνοιξε και το γιασεμί, ζουρλάθηκε και το αηδόνι — άιντε σου λέω να του πεις να κοπιάσει απάνω. Εγώ πολλές φορές το συλλογίστηκα: το χειμώνα μπορεί η γυναίκα να ’ναι τίμια – μα το καλοκαίρι… Δεμένος είναι σού λέω ο σκύλος;

— Δεμένος, κυρά μου, αποκρίθηκε η Μαρία και ξέσπασε στα κλάματα.

Έσκυψε η Εμινέ, είδε τον καπετάν Πολυξίγκη να στέκεται ακόμα και να κοιτάζει ψηλά το φωτισμένο καφάσι. «Τον Νουρή τον σιχάθηκα — τον καπετάν Μιχάλη πού να τον βρω; καλός είναι και τούτος!» Άρπαξε το καθρεφτάκι και το χτένι, συγύρισε μάνι μάνι τα μαλλιά της, έχυσε μόσκο στις αμασκάλες της, έδωκε σπρωξιά στην παραμάνα:

— Άιντε, σου λέω!

Η Αραπίνα έπιασε το κεφάλι της και με τα δυο της χέρια, καταγκρεμίστηκε από τη σκάλα.

Έχυσε η Εμινέ και τον επίλοιπο μόσκο της και στην κοιλιά, ανασηκώθηκε, μετατόπισε το λυχνάρι πίσω από την πόρτα. «Άλλον ήθελα, μουρμούρισε, μα αυτός είναι άγριος, ακατάδεχτος, δε ζυγώνει· δεν πειράζει, καλός είναι και τούτος!»

Έστησε το αυτί· άκουσε την ξώπορτα ν’ ανοίγει σιγά γάβγισε ο σκύλος, μα ευτύς λάγασε, πατήματα ακούστηκαν στην αυλή, στον αντρωνίτη, στις σκάλες… Ακούμπησε στα μαξιλάρια, έκαμε να βάλει τη νυχτικιά της, μα το μετάνιωσε, αφήκε το φεγγάρι να κατεβαίνει ανεμπόδιστα στα στήθια της και στη σγουρή κερκέζικη κοιλιά της. Έτριξαν τα τσαρδίνια στο χαγιάτι, μυρωδιά αντρούς χύθηκε στον αέρα, τα ρουθούνια της Εμινές έπαιξαν. Έβγαλε τη γλώσσα της, έγλειψε δυο τρεις φορές τα χείλια της σαν το φίδι κι ύστερα μεσόκλεισε τα μάτια, ακίνητη, και περίμενε.

Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης, Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 31974, σ. 18-19, 35, 37 & 170-171.