Ο Σεφέρης, παίζοντας άμα και σπουδάζοντας, γράφει μια παρωδία των τελευταίων δέκα στίχων του ποιήματος Έρημη χώρα του T.S. Eliot, χρησιμοποιώντας κυρίως την τεχνική του pastiche, με σπαράγματα από την ελληνική ποιητική παράδοση και την παράδοση της Ανατολής. Από την Έρημη χώρα ο Σεφέρης κρατά τη δομή, τη γραμματική, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο στην αρχή των περισσότερων στίχων· αυτά τα στοιχεία συνδυάζει με «ευτελές» περιεχόμενο. Το θέμα της έλλειψης αγάπης και ερωτικής επικοινωνίας, βασικό θέμα της σεφερικής ποίησης, υποστασιώνεται μέσα από την αντιπαράθεση ανάμεσα στο υψηλό ύφος της Έρημης χώρας και στο «χαμηλό» ύφος του νέου ποιήματος. Οι βασικές τεχνικές του Σεφέρη είναι το pastiche και η παρωδία. Το πρώτο αποτελεί μια τεχνική συρραφής σπαραγμάτων άλλων έργων. Η δεύτερη προκύπτει από την ανάμειξη σπαραγμένων ή «πειραγμένων» υλικών μέσα σε ένα αναγνωρίσιμο «υψηλό» καλούπι. Αναλυτικότερα βλ. Κωστίου 2015.
…Κάθισα σ’ ένα πάγκο χαζεύοντας Τάχα θα ’ρθει κανείς για πασατέμπο Τα κόκκινα μήλα, τα πράσινα φύλλα μ’ αρέσουν πολύ, μ’ αρέσουν πολύ «Κάθε που πέφτουν τα μεσάνυχτα το λύνω» Πότε θα πιάσω το κοτσύφι — Ω κότσυφα, κότσυφα «Ἐνθάδε κεῖται Ταρσεύς μὴ γήμας» Με τα στραγάλια αυτά πέρασα τ’ απόγεμά μου. «Έχω ακατάλυτα μαλλιά και δόντια». Πάλι μαλακίζεται ο μπαγάσας. Evlendirelim. Nerede bulalim. Suradan buradan bulalim. Tamam Tamam Tamam.
[1948;]
Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .