Η μπαλλάντα του κυρ Μέντιου

Βάρναλης Κώστας

Στο σατιρικό αυτό ποίημα ο σατιρικός στόχος ορίζεται μέσω της αλληγορίας. Η αλληγορία λειτουργεί σε δύο επίπεδα, καθώς αναφέρεται σε ένα πρόσωπο, πράγμα ή μια κατάσταση, αλλά παραπέμπει μέσω ενός δικτύου αντιστοιχιών σε κάτι άλλο. Στο συγκεκριμένο ποίημα η πιο δομική αντιστοιχία είναι αυτή του γαϊδάρου «κυρ Μέντιου» ο οποίος παραπέμπει στον λαό.

Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Κούτσα μια και κούτσα δυο της ζωής το ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι· ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό.

Τα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια με κοτρόνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!

Ανωχώρι, Κατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μου ’βγαινε η ψυχή.

Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κι έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά.

Και ζευγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα.

Και στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ.

Και γι’ αυτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό!

Αλλ’ εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Μάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ.

Κι ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: — Σε καβάλησε ο Χριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει όλ’ η Χώρα κι οι Καμπόσοι. Μη ρωτάς το πώς και τί, να ζητάς την αρετή!

— Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! — Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου! — Αντραλίζομαι!… Πεινώ!… — Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

Κι έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κι εγώ, του θεού τ’ αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ!

[…]

Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .