Κοινό σημείο αναφοράς των ανθολογούμενων ποιημάτων είναι το μυθικό πρόσωπο του Ελπήνορα. Ο Ελπήνορας, αφού έγινε μεταπολεμικά σύμβολο των αδικημένων μη ηρώων και των «αφανών» νεκρών, στην πιο πρόσφατη λογοτεχνική παρουσία του δεν αποβλέπει στην έκφραση ενός καθολικού, πανανθρώπινου στοιχείου, αλλά στην έκφραση της ιδιωτικής εμπειρίας. Παράλληλα μπορεί να διαβαστεί το ποίημα «Ο ηδονικός Ελπήνωρ» (Κίχλη, 1947) του Γιώργου Σεφέρη.
Μη-ήρωας
Αυτός, που, ακούγοντας το βήμα των συντρόφων του να ξεμακραίνει πάνω στα χαλίκια, μες στη μέθη του, αντί να κατεβεί τη σκάλα που ’χε ανέβει, πήδησε ίσα τον τράχηλό του κόβοντας, έφτασε πρώτος μπροστά στο μαύρο στόμιο. Κι ούτε που χρειάστηκαν εκείνες οι μαντείες του Τειρεσία. Κι ούτε που άγγιξε το αίμα του μαύρου κριαριού. Το μόνο που ζήτησε ήταν μια πήχη τόπος στ’ ακρογιάλι της Αιαίας κι εκεί να στήσουν το κουπί του — εκείνο που ’λαμνε πλάι στους συντρόφους του. Τιμή, λοιπόν, και δόξα στ’ όμορφο παλικάρι. Αλαφρόμυαλο το ’παν. Ωστόσο μήπως δε βοήθησε κι εκείνο κατά δύναμη στο μεγάλο ταξίδι τους; Για τούτο, κιόλας, ο Ποιητής το μνημονεύει χώρια, αν και με κάποια περιφρόνηση, κι ίσως γι’ αυτό ακριβώς με πιότερο έρωτα.
Γιάννης Ρίτσος, Μαρτυρίες. Σειρά δεύτερη, Κέδρος, Αθήνα 1966 [= Ποιήματα Θ΄(1958-1967), Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 276].
Ελπήνωρ
Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ...
ΟΜΗΡΟΣ
Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ’ναι εκείνος. Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι. Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα. Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα; είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο. Μ’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού ν’ ακούς τ’ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης. Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα βαθιά τρομάζοντας: Ελπήνορα που ’χες λαγού μαλλί για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Ελπήνορα χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιον αποκρίσου αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νά ’ρθεις αποκρίσου.
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω. Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη. Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ’ ακρογιάλι πετρωμένα σ’ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.
Τάκης Σινόπουλος, Μεταίχμιο, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1951 [= Συλλογή Ι (1951-1964), Ερμής, Αθήνα 1976, σ. 11-12].
Ελπήνορες
Άμοιροι κι άβουλοι νωθροί παθητικοί ίδιοι Ελπήνορες θα πορευτούμε στη ζωή δίχως να δώσουμε δίχως να πάρουμε δίχως ν’ αναλωθούμε άσκοπα κι άσκεφτα τις μέρες μας θα σέρνουμε βουβοί ώς τη στερνή πνοή μας άπραγοι θα ζούμε.
Στο ξόδι μας φίλοι ελάχιστοι θα ’ρθούνε παγωμένοι σκυθρωποί έτσι όπως ζήσαν φύγανε θα πούνε.
Δημήτρης Χουλιαράκης, Η σουπέργκα περιμένει, Κάβειρος, Αθήνα 21992, σ. 34.