Μύθος και ιστορία

Σαχτούρης Μίλτος, Βρεττάκος Νικηφόρος

Κοινό σημείο των ανθολογούμενων ποιημάτων είναι το γεγονός ότι ο μύθος γίνεται φορέας της τραυματικής ιστορικής εμπειρίας των δημιουργών τους. Οι τίτλοι των συλλογών και οι χρονολογίες έκδοσής τους είναι στοιχεία ενδεικτικά της συνάντησης μύθου και ιστορίας. Παράλληλα μπορούν να διαβαστούν τα ποιήματα «Το λάμδα της άλλης Οδύσσειας ή μνήμες από τον εμφύλιο» του Θανάση Κωσταβάρα και «Οδυσσείας Λ» του κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη.

Δεν είναι ο Οιδίποδας

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια τεράστιες αίθουσες δωρικές κολόνες τα πεινασμένα τα φαντάσματα καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές να κλαίνε τα δώματα με τα νεκρά πουλιά ο Αίγιστος το δίχτυ ο Κώστας ο Κώστας ο ψαράς ο πονεμένος ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα και μπαίνουν μέσα ο Κώστας σκοτωμένος ο Ορέστης σκοτωμένος ο Αλέξης σκοτωμένος σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα και μπαίνουν μέσα ο Κώστας ο Ορέστης ο Αλέξης άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι με φώτα με σημαίες με δέντρα φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει κάτω φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει από τον ουρανό τ’ άλογα τ’ Αχιλλέα πετούν στον ουρανό βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι γεμάτο οινόπνευμα τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του παιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιών δεν είναι ο Οιδίποδας είναι ο Ηλίας της λαχαναγοράς παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα είναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς

Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .

 


Σύγχρονος Αχαιός

Θα προτιμούσα νάχω ζήσει στον καιρό της Τροίας. Μπορεί νάκανα τότε κάτι περισσότερο παρά αυτή η αναδουλειά κι αυτή η αβεβαιότητα κι αυτός ο φόβος κάθε μέρα, αυτές οι περιπέτειες στο τελευταίο ήμισυ του εικοστού αιώνα.

Μπορεί με μια άρπα τότε, περιτρέχοντας απάνω κάτω το στρατόπεδο, να τραγουδούσα άσματα ηρωικά, εμψυχώνοντας τους Έλληνες, μπορεί και να συμβούλευα τον Αχιλλέα κι ο πόλεμος να τέλειωνε πιο γρήγορα και μάλιστα με πιο πολύ γενναιοφροσύνη κι αξιοπρέπεια, χωρίς τους δούρειους ίππους, τις απάτες που εκθέτουν τους γενναίους και προπαντός χωρίς εκείνη τη φωτιά κι εκείνο το μαχαίρι που ξεκληρίσανε το Ίλιον. Τότε μπορεί να μη σκοτώνοταν κι ο Έκτορας κι άλλοι πολλοί, ωραίοι όσο και οι Έλληνες. Μπορεί μετά να μ’ έπαιρνε και μένα ο Οδυσσέας, έναν ακόμη ανάμεσα στους άλλους του συντρόφους, για δέκα ή περισσότερα χρόνια — τί θα με πείραζε; δική μου Ιθάκη εγώ δεν είχα — κι ίσως κι οι θεοί τότε να μη θυμώνανε, αλλά να μας βοηθούσαν κρατώντας πρίμο τον καιρό για το καράβι μας.

Θα προτιμούσα νάχω ζήσει στον καιρό της Τροίας, παρά τώρα που φεύγοντας απ’ την πατρίδα (χωρίς να πέσει η Τροία, με τις σημαίες μας ράκη σχεδόν, με την Ελένη παρατημένη πίσω μας) περιπλανιέμαι τριάντα χρόνια εδώ κι εκεί στις χώρες των συντρόφων χωρίς Ιθάκη, χωρίς πίστη, χωρίς σύντροφο.

Νικηφόρος Βρεττάκος, Διαμαρτυρία. Με δύο σχέδια της Christine Lichthard, Διογένης, Αθήνα 1974 [= Τα ποιήματα, τόμ. Β΄, Τρία φύλλα, Αθήνα 1981, σ. 393-394].