Η ταξιδιωτική αφήγηση του Μιχαήλ Μητσάκη για το φρενοκομείο της Κέρκυρας εντυπωσιάζει με τη στοχαστική αντιμετώπιση της «τρέλας» και δείχνει την άκρα ευαισθησία του συγγραφέα για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους, τους οποίους συναντάμε σε πολλά αφηγήματά του. Με την ίδια συμπονετική ματιά ο συγγραφέας γράφει για τα ζώα, όπως στα υπέροχα αφηγήματα «Άνθρωποι και κτήνη», «Το κάρρον», «Το γατί». Η περιγραφή του «Οίκου των τρελών» είναι προφητική για τον ίδιο: το 1894, λίγα χρόνια μετά τη συγγραφή αυτού του κειμένου ο Μητσάκης νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, και μετά στο Δρομοκαΐτειο, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1916.
Μεταξύ των ολίγων περιέργων θεαμάτων της μικράς επαρχιακής πόλης, εν ή διήλθον την παιδικήν μου ηλικίαν, κατελέγετο και είς παράφρων, ούτινος η ανάμνησις έμεινε βαθέως εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα μου.
[…]
Άλλοτε εμονολόγει βαδίζων ως να συνδιελέγετο μετ’ αοράτων ομιλητών και τινασσόμενος υπ’ αιφνιδιών ορμών αναιτίου θυμού εγρονθοκόπει βιαίως τον αέρα ως επιτιθέμενος κατ’ αφανών εχθρών. Άλλοτε ήδεν ακαταλήπτου στιχουργίας και μέλους άσματα, κατελαμβάνετο υπ’ εκρήξεων αλλοκότου ευθυμίας, έβαλλε διαμιάς, ενώ εφαίνετο χαίρων, σπαρακτικότατους λυγμούς ή ετρέπετο, ενώ περιπάτει τέως γαλήνιος, εις δρομαίαν και ακατάσχετον φυγήν ως καταδιωκόμενος. Αβλαβής άλλως κατά πάντα άνθρωπος, ήρεμος ως αρνίον, συμπαθής μάλιστα μ’ όλην της μορφής του την έκφρασιν και του βλέμματός του την ανήσυχον και αόριστον λάμψιν και τους καταπίπτοντας επί του μετώπου οφιοειδείς ως εριννύος βοστρύχους του. Αλλ’ ίσα ίσα διότι ήτο αβλαβής υφίστατο τα πάντα εκ μέρους πάντων. Τα παιδιά των σχολείων παρηκολούθουν αυτόν αλλαλάζοντα κατόπιν του, έσυρον εκ των όπισθεν τα εσχισμένα του φορέματα ή τον ελιθοβόλουν κατά βούλησιν. Οι χαριτωμένοι νεανίαι του γυμνασίου εδοκίμαζον την δύναμιν των βραχιόνων των επί της ράχεως του, τον εκύλιον εις την λάσπην όταν έβρεχε και εις τον κονιορτόν όταν δεν έβρεχεν, τον ηνάγκαζον ν’ ασχημονή παντοιοτρόπως έμπροσθέν των, τω έδιδον και εκάπνιζε σιγάρα εν οις περιείχετο πυρίτις όπως γελώσιν έπειτα βλέποντες αναφλεγομένας τας τρίχας του πώγωνός του, δεκαπενταετείς Τορκουεμάδαι μυρία και απανθωπότατα επινοούντες προς βασανισμόν αυτού μαρτύρια.
[…]
Μόναι αι γυναίκες περιέθαλπον αυτόν κατά τι, οσάκις εζήτει άσυλον εις τας αυλάς των οικειών, ενώ απέπεμπον συνήθως μετ’ οργής τους άλλους δύο πλανόδιους της πόλεως, ένα ειδεχθή κωφάλαλον και μία ανάπηρον επαίτιδα. Μ’ όλα όμως ταύτα δεν εφαίνετο υποφέρων. Επί έτη έζη ούτω και διέτριβεν εν τη πόλει.
[…]
Ολοι εγνώριζον και αυτόν και την ιστορίαν του. Έμπορος πρότερον, ιδιοκτήτη καταστήματος, εκ των πλέον μάλιστα νοημόνων και ευπορούντων. Αλλεπάλληλοι όμως επισυμβάσαι αυτώ εν τη εξασκήσει του επαγγέλματος του ατυχίαι εις άς προσετέθη ταυτοχρόνως και η ανακάλυψις της απιστίας της συζύγου ―η ιστορία δεν είχε τίποτα το έκτακτον― διέσεισαν τον νού του και συνεπήραν τας φρένας του. Έκτοτε δ’ είχε περιπέση εις την κατάστασιν ταύτην, μη ανήκων μεν εις των μανιωδών τρελλών την κατηγορίαν, αλλά εν διαρκεί αφαιρέσει διατελών, δημιουργήσας, θα έλεγεν τις, περί ευατόν είδος τι ιδιαιτέρας ατμόσφαιρας εν ή εβίου απαθής προς πάσαν έξωθεν αίσθησιν και επήρειαν, ξένος προς τον κύκλον του κόσμου, ούτινος δεν εφαίνετο ή κατ’ αραιότατα διαλείμματα αντιλαμβανόμενος συγκεχυμένως την ύπαρξιν ως να εταξίδευε τον περισσότερον καιρόν μακράν, εις σφαίρας άλλας και μόνο τυχαίως επανήρχετο δι’ ολίγον κάποτε, χωρίς όμως να το εννοεί καλά-καλά, κ’ εκεί όθεν ωρμήθη, υπνοβατών εν τη ζωή.
Μιχαήλ Μητσάκης, «Εις τον οίκον των τρελλών». Αφηγήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις, τόμ. Α΄, επιμ. Μανόλης Γ. Σεργής, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2006, σ. 646-648 [α΄ δημοσίευση στο περ. Εστία, έτος ΙΒ, τόμος ΚΓ , 15 Μαρτ. 1887, 165-169].