Οι δικοί μας Εβραίοι

Κουμανταρέας Μένης

Κεντρικό πρόσωπο στο διήγημα του Μένη Κουμανταρέα είναι η «Εβραία», μια μεσόκοπη γυναίκα με αριθμό στο χέρι από το Άουσβιτς, που ο νεαρός αφηγητής συναντά τυχαία σε συναυλίες. Θα τον συνδέσει μαζί της η αγάπη για τη μουσική και η αίσθηση ότι κι αυτός είναι διαφορετικός μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον των γονιών του, όπου συχνάζουν υπερεθνικόφρονες και πιθανόν δωσίλογοι. Ο αφηγητής θα νιώσει μια παράξενη συμπάθεια και πνευματική ταύτιση με την «Εβραία», που θα γίνει «η Εβραία του».

[…] Η εβδομάδα ως την επόμενη συναυλία κύλησε αργά. Εκείνη την εποχή δοκίμαζα τις πρώτες πανεπιστημιακές απογοητεύσεις. Κρύα αμφιθέατρα, συμφοιτητές με τους οποίους δεν είχα τίποτα να μοιράσω. Ποθούσα μια ώρα αρχύτερα να ξαναβρεθώ στον κόσμο των βιβλίων μου, όπως, αναπόφευκτα, ποθούσα να ξαναβρεθώ τα Ολύμπια.

Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνο η προσδοκία της μουσικής. Περίμενα να ξαναδώ αυτό το πρόσωπο με δέρμα χαλαρωμένο από την ηλικία ―για μένα, τότε, πλαδαρό―, μα που στα μάτια του έκαιγε μια φωτιά, λες και την είχε πάρει από ένα βωμό, όπου το αίμα χιλιάδων ανθρώπων είχε τρέξει, και να την είχε φυλάξει σαν κάτι ιερό.

[…]

Στο διάλειμμα βρέθηκα στο μπαρ. Σε λίγο την είδα να παίρνει τη θέση της στην άλλη άκρη του μαρμάρινου πάγκου, παραγγέλνοντας το τακτικό κονιάκ. Παράγγειλα κι εγώ, επίτηδες, το ίδιο. Είχε ζεσταθεί, γιατί είχε βγάλει το παλτό της και το κρατούσε ριχτό στους ώμους. Για πρώτη φορά μπόρεσα να δω το φόρεμά της. Ήταν απλό, μαύρο, χωρίς στολίδια. Ένα φόρεμα πένθους, σκέφτηκα άθελά μου. Κι όπως σήκωσε το χέρι να πιει, το μανίκι τραβήχτηκε, ξεγυμνώνοντας το μπράτσο. Λίγο πριν τον αγκώνα κάτι ξεχώρισε, μα ο καθρέφτης, παλιός, δεν μ’ άφηνε να διακρίνω. Ήταν σαν ένα σημάδι από παλιό εμβόλιο ή από κάψιμο που θα είχε πάθει μικρή. […] Κι όπως κρατούσε το ποτήρι ψηλά σε μια στάση πρόποσης ―θυσίας, μου πέρασε πάλι από το μυαλό―, είδα καθαρά τι ήταν αυτό που είχε πάνω στο δέρμα της.

Ένας αριθμός. Σβησμένος και τριμμένος από την πολυκαιρία, μα ήταν ολοκάθαρα ένας πενταψήφιος αριθμός. Σημαδεμένη ήταν.

[…]

«Δεν μας ενδιαφέρουν αυτά», είπε ο κύριος Διευθυντής, σαν η συζήτηση να είχε ξεστρατήσει, «πρέπει όμως να ξέρεις ότι οι Εβραίοι αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία. Ζουν ξεκομμένοι και κλεισμένοι στις συναγωγές τους. Αλληλοϋποστηρίζονται, πολλές φορές σε βάρος των Χριστιανών, και βέβαια μισούν την κοινωνία στην οποία δεν ανήκουν».

Ναι, ναι, βεβαίωνε με κουνήματα του κεφαλιού η μαμά της Ισμήνης.

«Και όταν μεν έχουν περιουσίες», συνέχισε αυτός, «είναι σεβαστοί και παραδεκτοί, συμβάλλουν στην οικονομική πρόοδο, τζιράρουν το χρήμα και δημιουργούν κίνητρα αναπτύξεως. Όταν όμως φτωχύνουν βγαίνουν στη φόρα όλα τους τα ελαττώματα, η κακομοιριά, η απιστία τους ―δεν έχεις ακουστά που λεν το φιλί του Ιούδα;― για να μην πω τίποτα για την παροιμιώδη τσιγγουνιά τους. Μα τότε βέβαια, η κοινωνία τους διώχνει από τους κόλπους της».

«Μ’ αυτή η γυναίκα είδε κι έπαθε από τους Γερμανούς», είπα με οργή που δύσκολα συγκρατούσα. «Δεν καταλαβαίνω…»

«Δεν καταλαβαίνεις κάτι», μ’ έκοψε ο κύριος Διευθυντής. «Μπορεί μεν να έπαθε, είναι μάλλον βέβαιο, αλλά και οι Γερμανοί είχαν κι εκείνοι το λόγο τους, που, οσηδήποτε αντιπάθεια να διατηρούμε γι’ αυτούς, δεν μπορούμε εύκολα να τον παραβλέψουμε» […]. «Ο ίδιος λόγος», συνέχισε ο κύριος Διευθυντής, «που ο Χίτλερ κυνήγησε τους κομμουνιστάς, τους μασόνους και τους ομοφυλόφιλους. Αυτό είναι ενδεικτικό, νομίζω αρκεί, δεν χρειάζεται τίποτε άλλο».

[…]

Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα αγκαλιά με το βιβλίο για το Άουσβιτς.

Την άλλη Κυριακή, παραμονές Χριστουγέννων, το θέατρο έμεινε κλειστό. Κλειστό και την Πρωτοχρονιά. Η πρώτη συναυλία του καινούργιου χρόνου ―είχαμε μπει πλεισίστιοι στο ’50― ήταν αμέσως μετά τα Φώτα. […] Το πρόγραμμα τραβούσε σε μάκρος, κι οι μουσικοί διεκπεραίωναν το μέρος τους, σωστοί υπάλληλοι του Δημοσίου. Ένας ύπνος κυρίευε τα βλέφαρά μου, λες και πάσχιζα να τα ξαναθυμηθώ ― εκείνες τις υπέροχες μέρες του ’49, τη μουσική, τον Νέο Κόσμο, τ’ αγγελάκια και, βέβαια, την Εβραία μου.

Δεν την ξανάδα ποτέ […].

Μένης Κουμανταρέας, «Η Εβραία». Σεραφείμ και Χερουβείμ, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2014, σ. 223-224, 237-238 & 264-265 [α΄ δημοσίευση: 1981].