Αρχαία ελληνική γραμματεία ΙΙ

Πλάτων

Η λέξη βιβλίον χρησιμοποιείται ευρύτερα από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα και καθιερώνεται κατά τον 4ο, όπως μαρτυρείται από τα κείμενα του Πλάτωνα, του Αριστοφάνη, του Ξενοφώντα, του Αριστοτέλη και άλλων αρχαίων συγγραφέων. Χαρακτηριστική είναι, στο πρώτο απόσπασμα που ακολουθεί, η μνεία της λέξης στην πλατωνική Απολογία (26d-26e) του Σωκράτη (αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.). Το δεύτερο παράθεμα, από τον πλατωνικό Φαίδρο (274c-275b, περί το 370 π.Χ.), είναι πολύ γνωστό, και αναφέρεται στη δυσπιστία του Σωκράτη (ο οποίος δεν έγραψε ποτέ) απέναντι στη γραφή. Η δυσπιστία αυτή εκφράζεται με τη γνωστή σωκρατική τακτική της προσφυγής στον μύθο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιγύπτιος θεός Θευθ παρουσιάζει στον βασιλιά Θαμούν μια καινούρια τέχνη, την τέχνη της γραφής ως «φάρμακο της σοφίας και της μνήμης». Ο Θαμούς, όμως, διαφωνεί, γιατί θεωρεί ότι η γραφή εξασθενεί τη μνήμη και προσφέρει ως εκ τούτου επιφανειακή σοφία.

Αναξαγόρου οἴει κατηγορεῖν, ὦ φίλε Μέλητε; καὶ οὕτω καταφρονεῖς τῶνδε καὶ οἴει αὐτοὺς ἀπείρους γραμμάτων εἶναι ὥστε οὐκ εἰδέναι ὅτι τὰ Ἀναξαγόρου βιβλία τοῦ Κλαζομενίου γέμει τούτων τῶν λόγων; καὶ δὴ καὶ οἱ νέοι ταῦτα παρ᾽ ἐμοῦ μανθάνουσιν, ἃ ἔξεστιν ἐνίοτε εἰ πάνυ πολλοῦ δραχμῆς ἐκ τῆς ὀρχήστρας πριαμένοις Σωκράτους καταγελᾶν, ἐὰν προσποιῆται ἑαυτοῦ εἶναι, ἄλλως τε καὶ οὕτως ἄτοπα ὄντα; (= νομίζεις ότι κατηγορείς τον Αναξαγόρα, αγαπητέ Μέλητε; Και τόσο τους περιφρονείς αυτούς εδώ και τους θεωρείς τόσο αγράμματους, ώστε να μη γνωρίζουν ότι τα βιβλία του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου είναι γεμάτα με τέτοια λόγια; Από εμένα λοιπόν θα τα μάθαιναν αυτά οι νέοι, ενώ θα μπορούσαν να τα αγοράσουν από την ορχήστρα του θεάτρου, όποτε ήθελαν, με μια δραχμή, και να κοροϊδεύουν τον Σωκράτη, αν ισχυρίζεται ότι είναι δικά του πράγματα, και μάλιστα τόσο περίεργα;).

 


ΣΩ. Ἤκουσα τοίνυν περὶ Ναύκρατιν τῆς Αἰγύπτου γενέσθαι τῶν ἐκεῖ παλαιῶν τινα θεῶν, οὗ καὶ τὸ ὄρνεον ἱερὸν ὃ δὴ καλοῦσιν Ἶβιν· αὐτῷ δὲ ὄνομα τῷ δαίμονι εἶναι Θεύθ. τοῦτον δὴ πρῶτον ἀριθμόν τε καὶ λογισμὸν εὑρεῖν καὶ [274d] γεωμετρίαν καὶ ἀστρονομίαν, ἔτι δὲ πεττείας τε καὶ κυβείας, καὶ δὴ καὶ γράμματα. βασιλέως δ’ αὖ τότε ὄντος Αἰγύπτου ὅλης Θαμοῦ περὶ τὴν μεγάλην πόλιν τοῦ ἄνω τόπου ἣν οἱ Ἕλληνες Αἰγυπτίας Θήβας καλοῦσι, καὶ τὸν θεὸν Ἄμμωνα,παρὰ τοῦτον ἐλθὼν ὁ Θεὺθ τὰς τέχνας ἐπέδειξεν, καὶ ἔφη δεῖν διαδοθῆναι τοῖς ἄλλοις Αἰγυπτίοις· ὁ δὲ ἤρετο ἥντινα ἑκάστη ἔχοι ὠφελίαν, διεξιόντος δέ, ὅτι καλῶς ἢ μὴ [274e] καλῶς δοκοῖ λέγειν, τὸ μὲν ἔψεγεν, τὸ δ’ ἐπῄνει. πολλὰ μὲν δὴ περὶ ἑκάστης τῆς τέχνης ἐπ’ ἀμφότερα Θαμοῦν τῷ Θεὺθ λέγεται ἀποφήνασθαι, ἃ λόγος πολὺς ἂν εἴη διελθεῖν· ἐπειδὴ δὲ ἐπὶ τοῖς γράμμασιν ἦν, «Τοῦτο δέ, ὦ βασιλεῦ, τὸ μάθημα», ἔφη ὁ Θεύθ, «σοφωτέρους Αἰγυπτίους καὶ μνημονικωτέρους παρέξει· μνήμης τε γὰρ καὶ σοφίας φάρμακον ηὑρέθη». ὁ δ’ εἶπεν· «Ὦ τεχνικώτατε Θεύθ, ἄλλος μὲν τεκεῖν δυνατὸς τὰ τέχνης, ἄλλος δὲ κρῖναι τίν’ ἔχει μοῖραν βλάβης τε καὶ ὠφελίας τοῖς μέλλουσι χρῆσθαι· καὶ νῦν [275a] σύ, πατὴρ ὢν γραμμάτων, δι’ εὔνοιαν τοὐναντίον εἶπες ἢ δύναται. τοῦτο γὰρ τῶν μαθόντων λήθην μὲν ἐν ψυχαῖς παρέξει μνήμης ἀμελετησίᾳ, ἅτε διὰ πίστιν γραφῆς ἔξωθεν ὑπ’ ἀλλοτρίων τύπων, οὐκ ἔνδοθεν αὐτοὺς ὑφ’ αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους· οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες. σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις· πολυήκοοι γάρ σοι γενόμενοι ἄνευ διδαχῆς πολυγνώμονες [275b] εἶναι δόξουσιν, ἀγνώμονες ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος ὄντες, καὶ χαλεποὶ συνεῖναι, δοξόσοφοι γεγονότες ἀντὶ σοφῶν».

 

[Σωκράτης: Άκουσα λοιπόν πως κάπου στη Ναύκρατι της Αιγύπτου γεννήθηκε κάποιος από τους παλαιούς τοπικούς θεούς, που έχει και το ιερό όρνεο το οποίο το ονομάζουν ίβι. Αυτός μάλιστα ο θεός ονομάζεται Θευθ. Είναι αυτός που βρήκε πρώτος τους αριθμούς και τους υπολογισμούς και τη γεωμετρία και την αστρονομία, και ακόμη τα παιχνίδια με τους πεσσούς και τους κύβους, και τέλος τα γράμματα. Εκείνο τον καιρό βασιλιάς όλης της Αιγύπτου ήταν ο Θαμούς, που έμενε στη μεγάλη πόλη τού επάνω τόπου, την οποία οι Έλληνες ονομάζουν Αιγυπτιακές Θήβες και τον θεό της Άμμωνα. Αφού ήρθε σε αυτόν ο Θευθ και του έδειξε τις τέχνες του, είπε ότι έπρεπε να διαδοθούν και στους άλλους Αιγυπτίους. Και ο Θαμούς τον ρώτησε ποια είναι η χρησιμότητα της καθεμιάς και, όσο ο Θευθ εξηγούσε, ο βασιλιάς επαινούσε ό,τι έκρινε πως λεγόταν καλά και κατηγορούσε ό,τι έκρινε πως δεν ήταν καλό. Λέγεται πως ο Θαμούς είπε στον Θευθ πολλά υπέρ και εναντίον κάθε τέχνης, τα οποία, αν τα εξετάσουμε αναλυτικά, θα μακρηγορήσουμε. Πάντως, όταν έφθασαν στα γράμματα, είπε ο Θευθ: «Βασιλιά μου, αυτή η μάθηση θα κάνει τους Αιγυπτίους πιο σοφούς και δυνατότερους στη μνήμη, γιατί βρέθηκε το φάρμακο της μνήμης και της σοφίας». Αυτός όμως του απάντησε: «Εφευρετικότατε Θευθ,  άλλος έχει την ικανότητα να εφευρίσκει την τέχνη, και άλλος να εκφέρει γνώμη γι’ αυτή, κατά πόσο μπορεί να βλάψει και να ωφελήσει όσους πρόκειται να την χρησιμοποιήσουν. Και τώρα εσύ, επειδή είσαι πατέρας των γραμμάτων και εξαιτίας της αγάπης σου γι’ αυτά, είπες το αντίθετο για τα πραγματικά αποτελέσματα που θα προκαλέσουν. Γιατί αυτή η εφεύρεση θα προκαλέσει λήθη στις ψυχές όσων την μάθουν, επειδή θα παραμελήσουν την άσκηση της μνήμης τους, καθόσον, από εμπιστοσύνη στη γραφή, θα φέρνουν τα πράγματα στη μνήμη τους όχι από μόνοι τους, εκ των ένδον, αλλά από έξω, μέσω ξένων τύπων. Δεν βρήκες, λοιπόν, το φάρμακο της μνήμης, αλλά της υπενθύμισης. Κι έτσι παρέχεις στους μαθητές σου φαινομενική σοφία, όχι την αλήθεια γιατί, αφού ακούσουν πολλά χωρίς να τα διδαχθούν, θα πιστέψουν ότι έγιναν πολυμαθείς, ενώ, ως επί το πλείστον, θα είναι αμαθείς και ανυπόφοροι στις σχέσεις τους, έχοντας γίνει δοκησίσοφοι αντί να γίνουν σοφοί».