Μελτέμι

Παπατσώνης Τ.Κ.

Κατεξοχήν «θρησκευτικός ποιητής», ο Τάκης Παπατσώνης στο παρακάτω ποίημα αποδίδει με έναν έντονο λυρισμό τον συγκλονισμό του από την προσπάθεια κατανόησης της εορτής της Πεντηκοστής αλλά και από τη βίωσή της.

Πεντηκοστή λέγαμε, και καλά καλά δεν ξέραμε τί σήμαινε. Μια διπλογιορτή μέσα στις άλλες, που γονατίζει όλος ο κόσμος. Μας ελεεινολογούσαν τα Στοιχιά για την αγραμματωσύνη μας κι’ εμείς δεν το νιώθαμε. «Καθώς ο γέρο-Αγχίσης, σαν είχε πέσει πια η περήφανη η Τροία, πλέοντας τη Μεσόγειο, άκουγε απ’ τα βουνά του νησιού κάτι να του σφυράνε οι άνεμοι, κι αρωτά: — Τί λένε; ακουώ τετ...τετ...και δεν καταλαβαίνω. — Λένε, ΤΕΘΝΗΚΕ, του αποκρίνεται ο Τιμονιέρης, — θρηνούν, θαρρώ, τον Άδωνη, που πέθανε, κι’ έρωτα δεν εγεύθηκε». Το ίδιο κι’ εμείς δεν ξέραμε, πως κάπου τριγύρω εδώ, κατά την Πεντηκοστή στέκεται η πιο κρίσιμη Στιγμή στο χρόνο του Συστήματος· τέτοια εποχή έχει φουντώσει στον τόπο μας ο ήλιος, ξεραθεί η γης, ανάψει το καλοκαίρι, γλώσσες πύρινες στέλνουν κατακλυσμό τις σαΐτες της Χάρης, πούχουν διαλέξει την καρδιά μας σημάδι. Έχουνε κατασταλάξει τώρα στον τόπο μας οι βροχές, τα σύννεφα διπλωθήκανε και, για πολλούς μήνες, έχει έρθει πια θύελλα της φωτιάς, λίβας, που αν τον ριπίζει καμμιά φορά το μελτέμι, συχνά-πυκνά και τούτο ακόμα καφτό μας φτάνει. Μάθαμε πως ξαναπύρωσαν το καμίνι εφταπλάσια για μας και πως διαδέχθηκε την ανθρώπινη σκληροκαρδία, όχι ο Χαλδαίος, αλλά ένας Τύραννος όλο στοργή, ο ίδιος ο Κύριος, με τα φτερά των ανέμων, ο ίδιος που δρόσισε πάλαι ποτέ τους φλογισμένους Παίδες του, κι’ έκανε την πυρά τριαντάφυλλα, Θεός φτερωτός με τη φαρέτρα του, που πράττει τα θαυμάσια μόνος, ο ίδιος τις σημαδεύει, κι’ ο ίδιος τις γιατρεύει τις λαβωματιές της καρδιάς, ο ίδιος τις ανοίγει, κόκκινα λουλούδια.

Λέγαμε Θεός, και τον λατρεύαμε άγονα, καλά καλά δεν ξέραμε τί είναι, που είναι, τί μας δίνει, τί μας ζητάει. Είναι χαρακτηριστικό, πόσο η Πεντηκοστή είναι η πιο μόνιμη και βέβαιη κοινωνία του ανθρώπου με Θεό, που αλλοιώς ξεφεύγει, Είναι η ανοιχτή πληγή, κι’ η θέα της πληγής, κι’ η αφή της πληγής στα δάχτυλά μας: τί συμπαράσταση στη ζωή, τί τρυφερότητα, τι φίλημα, τί ταραχή, τί ταυτισμός. Χρόνια και χρόνια πάνε, που έχει ο Πατέρας πάει να επιφαίνει την παρουσία Του, απελπιστικά απρόσιτος κι’ αδιάφορος, κατά τη γνώμη μας. Ο Γιος του πάλι ο αγαπητός, που σίμωσε τόσο το κορμί μας και συγκατάβηκε να σταθεί πιο άνθρωπος κι’ από άνθρωπο κοντά στον άνθρωπο, ξεπέρασε η φροντίδα Του για μας κάθε φροντίδα, τόσο, που δύσκολα Του συχωρνάμε την παρουσία την τόσο φευγαλέα και την διαρκή απουσία Του! Μονάχος Του το κήρυξε, παρηγορώντας μας, πως πια στο εξής άλλο από τον Παράκλητο να μην προσμένομε, που θα μας έφτανε με το βουητό της βίαιης Πνοής. Έτσι ήρθε το λοιπόν κι’ έδωκε δώρα στους ανθρώπους, είναι τα δώρα που κατανέμει ασυλλόγιστα η Αγάπη. Ήρθε σε όλους μαζί, και στον καθένα χωριστά, βρήκε τα διεστώτα μας και τα συνταίριαξε. Έτσι ήρθε και σε μας, καλοκαίρι, λαύρα, και ταραγμένο πνεύμα, στα δάση τί πυρκαγιές μας άναψε, κι’ όμως δεν κατακάηκαν, ανθίσαν φλόγες, καρπός μέστωσε, ζωή της γης· όσοι βρεθήκαν στη θάλασσα, τους έφτασε ώς εκεί, και τους χάιδεψε εξίσου ζωηρά η γόνιμή Του ανταύγεια. Κανένας δεν έμεινε αμέτοχος. Κανένας απόκληρος της ευλογίας. Ούτε εσύ, ούτε, βέβαια, κι’ εγώ, που είχαμε το πιο πλούσιο μερίδιο. Αλλά είναι αχάριστος από τη φύση του ο άνθρωπος, κι’ έχει στιγμές, που, απ’ ό,τι τούλαχε, δεν επωφελείται, δεν εχτιμάει την παντοδυναμία που του δόθηκε — στιγμές, αυτές, χαμένες για πάντα. Παραπονιέται, γιατί γυρεύει πράγματα αλλότρια· με το να φοβάται καθώς λέει, τη φθορά, δεν χαίρεται τη ζωντάνια, με το να τρέμει, μην χάσει τούτο ή εκείνο το άθλιο κατάλοιπο, δεν τα χαίρεται, τον καταρράχτη και το συντάραχο της Αγάπης· με το να τρέμει θάνατο, χάνει απ’ εμπρός του το αέναο κύμα της ζωής· ενώ τα ξέρει τα φαντάσματα καταργημένα (ήρθε στη θέση τους φανέρωμα της νίκης), αυτός δειλιάζει. Αλλά είναι παροδική ευτυχώς ετούτη η αχαριστία του και την ακολουθεί η Ευχαριστία, και τότε βλέπει πρόσωπο με πρόσωπο, χέρι με χέρι, χείλια με χείλια, σώμα με σώμα, να γίνεται ένα μαζί του όλη η Ψυχή της Χάρης, στο πιο ευρύ της Μυστήριο που έχει η σοφή Οικονομία μαστορέψει στο αργαστήρι του χάους. Πουλάκια ποικιλμένα των παραμυθιών, κοπάδι της ανατολής, πάντα προσχεδιασμένες, πόσες μορφές ιδιόρρυθμες παίρνει το Πνεύμα του Θεού. Πώς μας ανθίσαν οι Πεντηκοστές, που πρωταρχίσαν με ακακίες στο Δούναβη, κι’ αραχνιασμένα δέντρα στο άπιστο κοιμητήρι του Εγιούπ, πώς μας ανθίσαν, με τί σωρούς λουλούδια τώρα. Έξη, εφτά λουλουδάκια, σα να μη φύγανε τα εφτά χρόνια, τα βλέπω, πολύχρωμα ήταν, είχε φέρει τα ευτυχισμένα μαντάτα η πολυχρωμία τους, κι’ ένα κελάηδημα τη συνόδεψε τότες πολύ καλό. Κι’ άπλωσε λίγο λίγο τούτος ο Κήπος. Όλος δικός μας. Να τον περιδιαβάζομε. Να του μελετάμε τις εποχές. Ούτε ο φριχτός καρπός του δεν μας απαγορεύτηκε. Να επισκεπτόμαστε τις γωνιές του τις πιο ακραίες, που φτάνουν στα πιο απίθανα μέρη της γης, παντού κατάφορτοι με τη Χάρη, πότε σε όχτες ποταμών αληθινών, πότε στην αγκαλιά των συννέφων, πότε εκεί, πότε πιο εκεί. Και πότε εδώ. Αυτό το εδώ είναι το πιο πικρό.

Αλλά έρχεται αργά τη νύχτα η Υπομονή, μας τυλίγει με τα λινά της, και του αφαιρεί σιγά σιγά τη μεγάλη την πίκρια, το καταπραΰνει και, μαλακά, έτσι μπορούμε και το φέρνομε, σα δώρο που είναι, υφασμένο μαζί με τ’ άλλα τα δώρα.

Τ.Κ. Παπατσώνης, Εκλογή Α΄ – Ursa Minor – Εκλογή Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 292-294.