Στη μετανεωτερική λογοτεχνία η δέσμευση στο αναφερόμενο δεν είναι πια αναγκαία συνθήκη, το σύμπαν περιστέλλεται στις λέξεις και είναι τα παιχνίδια των λέξεων —όχι η συμμόρφωση με τα πράγματα— που καθορίζουν τη λογοτεχνική αξία. Στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της ούτε καν η γλώσσα δεν διαθέτει νόημα, καθώς ούτε περιγράφει ούτε αφηγείται τίποτα, αλλά κινείται γύρω από τον εαυτό της και συγκροτεί τον κόσμο ως μια —ακατανόητη έστω— γλωσσική πράξη. Το λογοτεχνικό σύμπαν γίνεται αυτοαναφορικό. Δημιουργείται έτσι μια μετα-ομιλία και τα κείμενα γίνονται, σύμφωνα με τη διατύπωση του Umberto Eco, «ακατόρθωτα».
Ιδού πόσο επίπεδος είναι ο κόσμος Η κύστη του γουρουνιού Κιννάβαρι και θειούχος άργυρος Κρου κρου κρου Η μεγάλη τέχνη του πνεύματος Theosophia pneumatica ποίημα μπρουιστιστικό σε πρώτη εκτέλεση από τον Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ Νταντά ή αν προτιμάτε, το ανάποδο μπιριμπουμμπιριμπουμ το βόδι διαλύει το circulum voilà ιδού οι μηχανικοί με τις υποχρεώσεις τους Ορυχεία φωτός για παροχή ενός εισέτι άγουρου έθνους 7,6 εκ. Chauceur και το ασβ. της Σόδας ας μην λησμονούμε 98/100% Ιδού το λαγωνικό νταμο μπιριντάμο holla do funga qualla di mango damosi da dai umbala damo μπρρς πφφι και η έναρξη Αμπρρρ Κπππι encore commencer και πάλι η έναρξη Labor Labor μπραι μπραι μπραι μπραι μπραι μπραι μπραι Σοκομπαουνο σοκομπαουνο σοκομπαουνο Σικάνεντερ Σικάνεντερ Σικάνεντερ Οι σκουπιδοτενεκέδες είναι γκαστρωμένοι Σοκομπαουνο Σοκομπαουνο και οι νεκροί πώς ανυψώνονται πυρσοί γύρω στην κεφαλή τους. Voilà τα άλογα έσκυψαν πάνω από βαρέλια γεμάτα βροχή Voilà τα κέρινα ποτάμια πώς ξεχύνονται από τις άκρες του φεγγαριού Voilà η λίμνη Οριζούνδη πώς διαβάζει εκείνος τους New York Times Τρώγοντας ένα στέικ-ταρτάρ Voilà ο καρκίνος των οστών σοκομπαουνο σοκομπαουνο Voilà ο πλακούς κλαίγοντας στην απόχη των γυμνασιόπαιδων σοκομπαουνο σοκομπαουνο Και τώρα ο εφημέριος κουμπώνοντας το παντελόνι του ραταπλάν ραταπλάν και τρίχες να φυτρώνουν από τ’ αυτιά του Και ο τράγος να εκσφενδονίζεται από τα ουράνια και η γιαγιά να ανασηκώνει τα βυζιά της Αυτή είναι η στιγμή που φυσάμε το αλεύρι από τη γλώσσα μας και κλαίμε και η κεφαλή από την άνω ακτίνα, νάτην που φεύγει χωρίς στόχο
Χανς Ρίχτερ, Νταντά, μτφρ. Ανδρέας Ρικάκης, Υποδομή, Αθήνα 1983, σ. 25-28.