Ο Montaigne με αβίαστο τρόπο μιλά για τη σχέση του με τα βιβλία και τη χαρά που αντλεί από την ανάγνωση. Χωρίς δισταγμούς και περιστολές, αναλύει τη δική του εντύπωση από σημαντικά κείμενα δίνοντας έμφαση στη διαδικασία οικειοποίησης, στην ανάγνωση αυτή καθαυτή και λιγότερο στην αυταξία των κειμένων.
Δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο θα ήθελα να σπαζοκεφαλιάσω, ούτε καν για τη γνώση, όσο πολύτιμη και αν είναι. Δεν ζητάω από τα βιβλία παρά να μου προσφέρουν ευχαρίστηση μέσω μιας τίμιας ψυχαγωγίας· ή, αν μελετώ, δεν αναζητώ παρά τη μάθηση που πραγματεύεται τη γνώση του εαυτού μου και που με διδάσκει πώς να πεθάνω καλά και πώς να ζω καλά:
[B] αυτό είναι το τέρμα, όπου πρέπει να τρέχει το ιδρωμένο μου άλογο.
[A] Αν συναντώ δυσκολίες διαβάζοντας, δεν τρώω τα νύχια μου να τις ξεπεράσω· τις παρατάω, αφού τους κάμω μια δυο εφόδους.
[B] Αν στυλωνόμουν σε αυτές τις δυσκολίες, θα χανόμουν και θα έχανα την ώρα μου, γιατί το μυαλό μου είναι καμωμένο για ένα πρώτο πήδημα. Ό,τι δεν βλέπω με την πρώτη έφοδο, το βλέπω λιγότερο επιμένοντας. Δεν κάνω τίποτα δίχως κέφι· η συνέχιση [C] και η υπερβολική ένταση [B] θαμπώνουν την κρίση μου, τη στενοχωρούν και την κουράζουν. [C] Η ματιά μου μπερδεύεται και θολώνει. [B] Πρέπει να της πω να υποχωρήσει και κατόπιν να επανακάμψει απότομα, όπως ακριβώς, για να κρίνουμε τη στιλπνότητα άλικου υφάσματος, μας συστήνουν να περνάμε τα μάτια μας πολλές φορές από πάνω του, πιάνοντας διάφορες θωριές του, ξαφνικές, επανειλημμένες και επαναλαμβανόμενες.
[A] Αν ένα βιβλίο μού προκαλεί ανία, πιάνω ένα άλλο· και το ρίχνω στο διάβασμα μόνο τις ώρες όπου η πλήξη να μην έχω να κάνω τίποτα αρχίζει να με κυριεύει. Δεν προσκολλώμαι διόλου στους νεότερους, επειδή οι αρχαίοι μου φαίνονται πιο μεστοί και πιο στιβαροί· ούτε στους Έλληνες, επειδή η κρίση μου [C] δεν μπορεί να λειτουργήσει στηριζόμενη στην παιδαριώδη και στοιχειώδη [A] γνώση [της γλώσσας] που έχω.
Μεταξύ των βιβλίων σύγχρονων συγγραφέων τα οποία προσφέρουν ανεπιτήδευτη τέρψη, βρίσκω πως το Δεκαήμερο του Βοκάκιου, [τα έργα του Φρανσουά] Ραμπελαί και τα Φιλιά του Ιωάννη Σεγούντου (αν πρέπει να τα τοποθετήσουμε σε αυτή την κατηγορία [των σύγχρονων έργων]) είναι άξια να ξοδεύει κανείς χρόνο για να τα διαβάσει. Όσο για τον Αμάδη και γραπτά τέτοιου είδους, δεν είχαν το κύρος να με προσελκύσουν ούτε στα παιδικά μου χρόνια. Θα πω ακόμα, τολμηρά ή απερίσκεπτα, ότι η γέρικη βαριεστημένη ψυχή μου δεν αφήνεται πια να την τέρψει, όχι μόνο ο Αριόστο, αλλά ούτε και ο καλός Οβίδιος: η ευκολία του και τα ευρήματά του, που άλλοτε με μάγευαν, μόλις και αποσπούν την προσοχή μου τώρα.
Λέω ελεύθερα την άποψή μου για κάθε πράγμα, ακόμα και για εκείνα που ίσως ξεπερνούν την επάρκειά μου και που διόλου δεν νομίζω πως είναι της δικαιοδοσίας μου. Και έτσι, η γνώμη που εκφράζω για αυτά, είναι την ίδια στιγμή η αποκάλυψη του μέτρου της ματιάς μου και όχι το μέτρο των πραγμάτων. Όταν βρίσκω πως ο Αξίοχος του Πλάτωνα δεν μου κάνει καμία όρεξη, επειδή είναι ένα αδύναμο έργο (αν λάβουμε υπόψη μας τον συγγραφέα του), η κρίση μου δεν εμπιστεύεται τον εαυτό της: δεν είναι τόσο ανόητη να αντιτίθεται στο κύρος τόσων [C] άλλων κρίσεων, περίφημων και αρχαίων, που θεωρεί καθηγήτριες και δασκάλες της και που μαζί τους είναι ευχαριστημένη να απατάται. [A] Μέμφεται τον εαυτό της και τον καταδικάζει ή να μένει στην επιφάνεια μην μπορώντας να εισχωρήσει ως το βάθος των πραγμάτων ή να κοιτάζει το θέμα από κάποια λανθασμένη πλευρά. Η κρίση μου αρκείται να εξασφαλίζεται από τη σύγχυση μόνο και την αταξία· όσο για την αδυναμία της, την αναγνωρίζει και ευχαρίστως την ομολογεί. Νομίζει πως δίνει σωστή ερμηνεία στα φαινόμενα που η αντίληψή της της παρουσιάζει, ενώ είναι αδύναμα και ατελή. Οι περισσότεροι από τους μύθους του Αισώπου έχουν αρκετές έννοιες και αρκετούς τρόπους να γίνουν κατανοητοί. Αυτοί που τους δίνουν αλληγορικό νόημα, διαλέγουν μιαν όψη που ταιριάζει καλά στο μύθο· όμως, [B] στις περισσότερες περιπτώσεις, [A] αυτή είναι η πρώτη επιφανειακή όψη τους· υπάρχουν άλλες όψεις πιο ζωντανές, πιο ουσιαστικές και εσώτερες, στις οποίες ποτέ δεν καταφέρνουν να εισχωρήσουν: αυτό ακριβώς κάνω εγώ.
Μισέλ ντε Μονταίνι, Δοκίμια. Βιβλίο Δεύτερο, μτφρ.-σημ. Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 42005, σ. 105-106.