Η Μαρί-Κονστανς Ζ., εκμεταλλευόμενη την ικανότητά της να απαγγέλλει, προτείνει αναγνώσεις κατ’ οίκον. Οι ιστορίες της στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας χρωματίζονται με πάθος και απρόσμενες συναντήσεις. Η μεγαλόφωνη ανάγνωσή της προκαλεί έντονα συναισθήματα στον Ερίκ. Στο βιβλίο Η αναγνώστρια βασίστηκε το σενάριο της ταινίας La lectrice (1988).
Νέα συνάντηση ανάγνωσης με τον Ερίκ. Όλα πάνε καλά αυτή τη φορά. Ήθελε πάλι Μωπασσάν, για να δείξει θαρρείς ότι δεν τον φοβάται αυτόν τον συγγραφέα, ότι δεν πρόκειται να τον απαρνηθεί. Όμως για σήμερα έχω διαλέξει μια ιστορία ξεκούραστη, Τα Στολίδια· την θυμάμαι άλλωστε πολύ καλά γιατί την είχα διαβάσει κάποια μέρα στην εφηβεία μου: δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια ούτε πού ούτε πότε, έχω όμως την εικόνα ενός αχυρώνα, μια μέρα βροχερή, καθόμουν μέσα στ’ άχυρα και διάβαζα αυτή την ιστορία. Γινόταν λόγος για έναν χορό και για κάτι υπέροχα κοσμήματα. Είχα την εντύπωση ότι λαμπύριζαν εκεί, μέσα στ’ άχυρα που τσιμπούσαν τα πόδια μου. Η γυναίκα που τα φορούσε, ή για την ακρίβεια τα είχε δανειστεί για να τα φορέσει, ακτινοβολούσε. Τρελλή από ευτυχία και ηδονή. Και τώρα, εδώ, ξάφνου, μπροστά σ’ αυτό το ανάπηρο αγόρι:
«Χόρευε μεθυσμένα, παράφορα, ζαλισμένη απ’ την ηδονή, δίχως να σκέφτεται τίποτε πια, μες στο θρίαμβο της ομορφιάς της, μες στη δόξα της επιτυχίας της, μέσα σ’ ένα σύννεφο ευτυχίας φτιαγμένο απ’ όλες τις τιμές, όλες τις εκδηλώσεις θαυμασμού, όλους τους πόθους που είχε ξυπνήσει, απ’ αυτήν τη νίκη, την τόσο πλήρη και γλυκιά για την καρδιά της γυναίκας…»
Αντιλαμβάνομαι πως ο Ερίκ ριγάει ολόκληρος. Τόσο πολύ που αναρωτιέμαι αν έκανα πάλι κακή επιλογή, ένα λάθος ανάποδο απ’ το προηγούμενο: η εικόνα αυτής της γυναίκας, αυτός ο ίλιγγος… Όχι, είναι πολύ ήρεμος. Το ρίγος του είναι το προαίσθημα μιας ευτυχίας που δεν γνωρίζει. Οι λέξεις μεθυσμένα, παράφορα, πόθοι που είχε ξυπνήσει είναι πολύ έντονες γι’ αυτό το παιδί που είναι ολοφάνερα έξυπνο και —τώρα το ξέρω καλά, το ξέρω πολύ καλά— υπερευαίσθητο. Κι εγώ, ένοιωθα ευαίσθητη στο έπακρο, μέσα στον αχυρώνα, ενώ έπεφτε η βροχή, βαριά και θερμή (πού ήταν; πότε ήταν;). Γιατί να μην έχει κι ο Ερίκ δικαίωμα στη ζωή; Στη μέθη της ζωής; Έχω έρθει φορώντας το τζην, έχω λοιπόν ξαφνικά την εντύπωση ότι τον απογοήτευσα πολύ. Είναι ίσως λανθασμένη εντύπωση, ή παράλογη, ή εντελώς υποκειμενική. Ωστόσο απ’ τον τρόπο που κουνάει το κεφάλι, που αφήνει το βλέμμα του να πλανιέται, να κυματίζει γύρω μου, κι ύστερα το ξαναπαίρνει λες και το στρέφει μέσα του, μ’ ένα παράξενο κράμα συστολής και ανυπομονησίας, μου φαίνεται ότι δεν του αρέσει να βλέπει τα πόδια μου κλεισμένα μέσα σ’ αυτό το χοντρό ύφασμα.
Ύστερ’ από λίγη ώρα, φαίνεται πως η ιστορία φέρνει αποτέλεσμα. Ναι, ακούει! Δεν του διαβάζω για το τίποτα. Το κάνω για κάποιο λόγο. Θα ’λεγα μάλιστα ότι η παραμικρή λέξη που προφέρω καταγράφεται απ’ τον Ερίκ όπως απ’ την ευαίσθητη βελόνα ενός σεισμογράφου. Ναι, ένα μυστικό τρέμουλο, που συλλαμβάνεται με μια ακρίβεια εξαιρετική: τέτοιας μορφής είναι η προσήλωσή του σ’ αυτό το κείμενο, το μάλλον ρηχό κατά τη γνώμη μου, του μικρού κυρίου Μωπασσάν, που μιλάει όμως για πράγματα που λαμπυρίζουν και σε πλημμυρίζουν. Δεν έχει σημασία ο τρόπος που έχουν γραφτεί, αλλά ο τρόπος που βγαίνουν απ’ το στόμα και το σώμα μου. Όπως είχε σημασία ο τρόπος που χόρευαν μέσα στα μάτια μου, εκεί πέρα, μέσα στον αχυρώνα, μέσα στ’ άχυρα, ενώ έπεφτε η βροχή. Νοιώθω απέραντο οίκτο γι’ αυτόν τον μικρό παραπληγικό, απέραντη τρυφερότητα, που ούτε καν την υποπτεύεται. Γιατί να μην έχει δικαίωμα στην ευτυχία, στη βροχή, στον ήλιο;
Ραιμόν Ζαν, Η αναγνώστρια, μτφρ. Δέσποινα Σεραφίδου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1995, σ. 38-39.