Έμμα και Λεόν

Flaubert Gustave

Στο έργο του Gustave Flaubert, η ανάγνωση είναι στοιχείο της καθημερινότητας των μυθιστορηματικών προσώπων, τα διακρίνει μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί ως ένδειξη καλλιέπειας και ως ταξινομητική προτιμήσεων. Καθώς η Έμμα πλήττει στην ατμόσφαιρα της γαλλικής επαρχιακής πόλης, η ανάγνωση την βοηθάει να καλλιεργεί τη ρομαντική αισθητότητά της. Το μοίρασμα των αναγνωστικών προτιμήσεών της γίνεται αφορμή για να προσεγγίσει τον Λεόν και να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τον ανιαρό σύζυγό της.

[…]

Η Έμμα ξανάρχισε: «Και ποια μουσική προτιμάτε;»

«Ω, τη γερμανική… αυτή που σπρώχνει προς το όνειρο».

«Γνωρίζετε τους Ιταλούς;»

«Όχι ακόμα, αλλά θα τους δω του χρόνου, όταν θα πάω να κατοικήσω στο Παρίσι για να τελειώσω τις νομικές σπουδές μου».

«Είναι» είπε ο φαρμακοποιός, «όπως είχα την τιμή να εξηγήσω στον κύριο σύζυγό σας, μιλώντας γι’ αυτό τον δύστυχο Γιανοντά, που εξαφανίστηκε· θα μπορέσετε ν’ απολαύσετε, χάρη στις τρέλες που έκανε, ένα από τα πιο βολικά σπίτια απ’ όσα υπάρχουν στη Γιονβίλ. Το ιδιαίτερο από τα προτερήματά του, για ένα γιατρό, είναι κυρίως μια πόρτα που έχει στη δεντροστοιχία, και που επιτρέπει να μπαινοβγαίνει κανείς χωρίς να τον βλέπουν. Από το άλλο μέρος, είναι κιόλας εφοδιασμένο με όσα είναι ευχάριστα στο νοικοκυριό· με πλυσταριό, με μαγερειό και παραμαγερειό, με σαλόνι για την οικογένεια, με κήπο κτλ. Ήταν ένας παλικαράς που δεν κοίταζε το χρήμα· είχε κατασκευάσει στην άκρη του περιβολιού μια κρεβατίνα σιμά στο νερό, επίτηδες, για να πίνει την μπίρα του το καλοκαίρι, και αν η κυρία ευχαριστιέται την κηπουρική, μπορεί…»

«Η γυναίκα μου δεν ασχολείται καθόλου με την κηπουρική» είπε ο Κάρολος· «της αρέσει, αν και της συμβουλεύουν όλοι την κίνηση, να μένει στην κάμαρά της και να διαβάζει».»

«Όπως κι εγώ» απάντησε ο Λεόν. «Τι καλύτερο, πραγματικά, παρά να μένει κανείς σιμά τη φωτιά μ’ ένα βιβλίο, ενώ ο άνεμος χτυπά τα τζάμια και η λάμπα καίει;»

«Δεν είναι έτσι;» είπε εκείνη, καρφώνοντας πάνω του ορθάνοιχτα τα μαύρα της μάτια.

«Δε σκέφτεται κανείς τίποτα» εξακολούθησε εκείνος, «οι ώρες περνούν, διαβαίνει κανείς ακίνητος τόπους, που πιστεύει πως τους βλέπει… και η σκέψη δένεται με το μύθο, παίζει με τα καθέκαστα ή κυνηγά τις γενικές γραμμές των περιπετειών. Ανακατεύεται με τα πρόσωπα και νομίζει κανείς πως λαχταρά ο ίδιος κάτω από τα φορέματά τους».

«Είναι αλήθεια, είναι αλήθεια!» έλεγε εκείνη.

«Σας συνέβη ποτέ» εξακολούθησε ο Λεόν, «να συναντήσετε σ’ ένα βιβλίο μια αόριστη ιδέα, που και σεις την είχατε λάβει, κάποια ξεθωριασμένη εικόνα, που ξανάρχεται από μακριά σαν ολάκερη η εξήγηση του πιο λεπτού αισθήματός σας;»

«Το δοκίμασα αυτό» αποκρίθηκε εκείνη.

«Αυτή είναι η αιτία» είπε εκείνος, «που αγαπώ περισσότερο τους ποιητές. Βρίσκω τους στίχους τρυφερότερους από τον πεζό λόγο, γιατί μας κάνουν καλύτερα να κλαίμε».

«Ωστόσο στο ύστερο πειράζουν» αποκρίθηκε η Έμμα, «και το εναντίον, τώρα, λατρεύω τις ιστορίες που διαβάζονται μονορούφι, εκείνες όπου κανείς φοβάται. Μισώ τους κοινούς ήρωες και τα μέτρια αισθήματα, όπως βρίσκονται τέτοια μέσα στη φύση».

«Πραγματικά» παρατήρησε ο υπάλληλος, «αυτά τα έργα που δεν αγγίζουν την καρδιά, αποτραβιούνται, μου φαίνεται, από τον αληθινό σκοπό της τέχνης. Είναι τόσο γλυκό, ανάμεσα από τις απογοητεύσεις της ζωής να μπορείς να μεταφέρεσαι με την ιδέα σε χαρακτήρες ευγενικούς, σε αγνές αγάπες και εικόνες ευτυχίας. Όσο για μένα, ζώντας εδώ, μακριά από τον κόσμο, αυτά έχω για μοναχή μου διασκέδαση· αλλά στη Γιονβίλ είναι τόσο λίγα τα μέσα».

«Όπως στην Τοστ, δίχως άλλο» αποκρίθηκε η Έμμα. Γι’ αυτό εγώ ήμουν πάντα συνδρομήτρια σ’ ένα αναγνωστήριο».

«Αν η κυρία θέλει να μου κάνει την τιμή να τη μεταχειριστεί» είπε ο φαρμακοποιός που είχε ακούσει αυτά τα τελευταία λόγια, «έχω εγώ στη διάθεσή της μια βιβλιοθήκη με τους μεγαλύτερους συγγραφείς, τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ, τον Ντελίλ, τον Γουόλτερ Σκοτ, την Écho des Feuilletons (Ηχώ των Επιφυλλίδων) κτλ. Και λαμβάνω ακόμα διάφορα περιοδικά, και μαζί με αυτά το Fanal de Rouen (Φανό της Ρουέν), κάθε μέρα, γιατί έχω το προνόμιο να ’μαι ανταποκριτής των εγγραφών του Μπισί, του Φορζ, της Νεσατέλ, της Γιονβίλ και των περιχώρων».

Γουσταύος Φλωμπέρ, Μαντάμ Μποβαρύ, μτφρ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ειδική έκδοση για την Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2006, σ. 97-99.