Ο Βαλαωρίτης ως εθνικός ποιητής

Βαλαωρίτης Αριστοτέλης

Στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα συμβάλλουν αποφασιστικά οι ίδιοι οι κρατικοί θεσμοί και οι δημόσιες τελετουργίες. Με τον «Διθύραμβο», τον ύμνο, δηλαδή, του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη προς τον ανδριάντα του Γρηγορίου του Ε΄, στην επέτειο της 25ης Μαρτίου του 1872, γίνεται η επίσημη και πανελλήνια καθιέρωση του Βαλαωρίτη ως «εθνικού ποιητή». Αναμφισβήτητα, ανάμεσα στους άλλους ποιητές του 19ου αιώνα, η περίπτωσή του ξεχωρίζει, αφού το έργο του όχι μόνο αποτελεί γέφυρα ανάμεσα στα Επτάνησα και το «εθνικό κέντρο» της Αθήνας, αλλά και γιατί συνδέεται με τις δημόσιες τελετουργίες του νεοσύστατου έθνους-κράτους. Η «εθνική επέτειος» του 1872, με την ανάθεση του Πανεπιστημίου, με την απαγγελία του Βαλαωρίτη, με το συγκινημένο πλήθος, με τη βασιλική εξουσία και με το άγαλμα του «εθνομάρτυρα» Γρηγορίου Ε΄ να δεσπόζει στα προπύλαια του Πανεπιστημίου, είναι αναμφισβήτητα η πιο χαρακτηριστική στιγμή της «επετειακής ποίησης» στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου, τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί στο μέτωπό σου να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες όσες μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;... Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζει, πατέρα, ένα χαμόγελο;... Γιατί να μη σπαράζει μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρό σου ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;...

Ολόγυρά σου τα βουνά κι οι λόγγοι στολισμένοι το λυτρωτή τους χαιρετούν... Η θάλασσ’ αγριωμένη από μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμα φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα που σε κρατεί στα σπλάχνα του... Θυμάται την ημέρα, οπού κι αυτή στον κόρφο της, σαν τρυφερή μητέρα, πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε... Θυμάται στο λαιμό σου το ματωμένο το σχοινί, και στ’ άγιο πρόσωπό σου τ’ άτιμα τα ραπίσματα... το βόγκο... τη λαχτάρα... του κόσμου την ποδοβολή... Θυμάται την αντάρα... την πέτρα που σου εκρέμασαν... τη γύμνια του νεκρού σου... το φοβερό το ανάβρασμα του καταποντισμού σου...

[…]

Το μάρμαρο μένει βουβό... Και θε να μείνει ακόμα ποιός ξέρει ώς πότ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα... κοιμάται κι ονειρεύεται... και τότε θα ξυπνήσει, όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει το φοβερό μας κήρυγμα... «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!... Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»…

[1872]

Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .