Όφις και Κρίνο

Καζαντζάκης Νίκος

Χαρακτηριστική της πεζογραφίας του Αισθητισμού είναι η πρωτόλεια, ερωτική νουβέλα του Νίκου Καζαντζάκη, Όφις και Κρίνο (1906), στην οποία πρωταγωνιστεί ένας αυτοκτόνος ζωγράφος, η ψυχοσύνθεση του οποίου ανακαλεί τον Βέρθερο (1774) του Goethe. Στη φόρμα του πλασματικού αυτού ημερολογίου, άλλωστε, «οι εικαστικές συνάφειες είναι τόσο έντονες, ώστε προσδίδουν στο έργο τη μορφή της διαδοχής ζωγραφικών πινάκων».

2 του Μάη

Έχω πυρετό πάλι σήμερα. Ανατριχίλες διαβαίνουν από το κορμί μου όλο —κάτι τι σπαράσσει και τεντώνεται στον νου μου,— σαν να λύεται απότομα ένα ελατήριο, σαν να ξετυλίσσεται μ’ ορμή μια αμέρωτη σκέψη πίσω από το μέτωπό μου.

Το άρωμα του κορμιού της σκορπιέται ακόμα κι αργοπεθαίνει γύρω μου και μπαίνει μέσα και μέσα στη σάρκα μου και μεθά την ψυχή μου. Κάποιος με σπρώχνει να τρέξω και να την προφθάσω και να της πω να γυρίσει πάλι και να καθίσει απάνω στα γόνατά μου και να μου δώσει πάλι τα χείλη της.

Τα χείλη της τα κόκκινα μού φαίνονται σαν δυο μεγάλες σταλαγματιές αίμα κι’ όταν γέρνω απάνω των και τα φιλώ ένας πόθος άγριος κι ένα ένστικτο πρωτογενούς εποχής ανθρωποφάγων κυλιούνται μέσ’ στις φλέβες μου —κι ανατριχιάζω όλος— θαρρώ πως πιπιλίζω ανθρώπινη σάρκα που στάσσει αίμα.

 


3 του Μάη

Είμαι κάπως ησυχότερος σήμερα. Δεν θάλθει απόψε. Την ποθώ και τη φοβούμαι. Είνε παράξενο τί αισθάνομαι γι’ αυτή. Για το ευλύγιστο αυτό σώμα και τα μεγάλα μάτια και τα κόκκινα, τα αιματωμένα χείλη.

Ένα βράδυ εκάθισα λυπημένος σ’ έναν κήπο έξω από την πόλη. Ένοιωθα πως κάποιον επερίμενεν η ψυχή μου. Έστρεψα το κεφάλι και την είδα. Γελαστή κι ώμορφη ερχόταν κάτω από τα δένδρα. Κάποιο χέρι μ’ έσπρωξε. Ω, το θυμούμαι· κάποιο χέρι παντοδύναμο μ’ έσπρωξε. Και της σίμωσα και της είπα τ’ όνομά μου —όνομα γνωστό καλλιτέχνη— και την παρακάλεσα να μ’ αφίσει να την ζωγραφίσω.

Την αγάπησα και μ’ αγάπησε. Το αιώνιο, το μονότονο, το παναρμόνιο τραγούδι!

Και τώρα θέλω νάρχεται και να γέρνει απάνω μου το σώμα αυτό με τα μεγάλα μάτια και τα αιματωμένα χείλη και να γεμίζει το δωμάτιό μου με το μεθύσι και το φοβέρισμα της ευτυχίας. Νάρχεται και να παραλύνει τα νεύρα μου όλα, και να χλωμιάζει το κορμί μου με το εκνευριστικό και θανατηφόρο χάϊδεμα των πόθων. Εκεί που με φιλεί νοιώθω μέρες ολόκληρες πόνο —σαν καηματιά.— Τρέχουν από τα χείλη της μέσα στα χείλη μου φαρμακερές γλυκάδες και παραλυούν τη σκέψη μου και όλη μου τη σάρκα.

Όταν φεύγει και πιάνω να ζωγραφίσω κάτι αλλόκοτες κι εξωτικές γραμμές ξεφεύγουν από το χέρι μου, κάποιες ακόλαστες ενώσεις λευκοτήτων και σκιών και παραληρήματα χρωμάτων. Θάλασσες απέραντες κι ασάλευτες, νέφαλα μ’ αλλόκοτο σχήμα, που τρέχουνε στον ουρανό και κατεβαίνουν στον ορίζοντα και σκοτεινιάζουν παράξενους, μεγάλους ήλιους που βασιλεύουν…

[…]


4 Ιουνίου

Λουλούδια θέλω να πλέξω στα μαλλιά μου. Και ρόδα και μήλα κι αρώματα να σωριάσω γύρω μου. Και να ξαπλώσω απάνω των όλη μου την αγάπη.

Ένας κισσός ολοπράσινος ακολασταίνει μέσα μου και πλέκεται γύρω μου, τριγύρω στον νου μου, και κάποιον κόσμο ζητά ν’ αγκαλιάσει. Κάποια άνθιση μυστική ρόδων και μενεξέδων τελείται μέσα μου και τα μπουμπούκια ακούω να σκουν και τα μάτια των κλάδων ν’ ανοίγουν και τα πουλιά να κελαηδούν, να κελαηδούν…

Κάποιο μυστήριο τελείται μέσα μου. Και κάποια Λειτουργιά. Σκύβω κι ακούω στα στήθη μου ύμνους και προσευχές και ξεπεταρίσματα φτερών π’ ανοίγουν και καρδοχτύπια που σαν ήχοι εξωτικής καμπάνας καλούν τις σκέψεις μου στη λειτουργία.

Νοιώθω κατεβαίνει μέσα μου ένας Θεός. Πνεύμα δημιουργίας φυσάει απάν’ από τις σκέψεις μου κι ένας δάκτυλος που στάζει φως εγγίζει το μέτωπό μου. Ένας Ραφαήλ κι ένας Πραξιτέλης λειτουργούνε μέσα μου. Κι ακούω το πινέλο απαλό και παντοδύναμο να σέρνεται στην καρδιά μου και νοιώθω ν’ απλώνονται απάνω της και να ζωντανεύουν οι μεγάλες ζωγραφιές. Παναγίες με το γλυκό χαμόγελο και τ’ άφθαστα κάλλη. Αγγελούδια π’ ακουμπούν το ξανθό κεφάλι απάνω στα χεράκια των και κυττάζουν με μάτια λουλουδιών τους ουρανούς και σωπαίνουν.

Κάποια σμίλη μυστική νοιώθω λαξεύει μέσα μου κι ένα χέρι θαυματουργό ανεβοκατεβαίνει και θεοποιεί όγκους μαρμάρων πίσω από το μέτωπό μου. Και οπτασίες θεών μαρμαρένιες φεγγοβολούν στα βάθη της ψυχής μου — και ζωντανεύουν όνειρα σαρκών κι έρωτες γεννιούνται και η Κνιδία Αφροδίτη σαν λουλούδι σάρκινο ωμορφήτερων κόσμων ανατέλλει μέσ’ από τα κύματα των πόθων μου ήρεμη και λυσίζωνη — και ο Πραξιτέλης που είνε μέσα μου γονατίζει, βλέπει τη Φρύνη του και χαμογελά…

*

Ω και να γινόταν ο Πόθος μου όλος ένα φιλί νάλθει μια νύχτα να Σε φιλήσει όλη!

Νίκος Καζαντζάκης (Κάρμα Νιρβαμή), Όφις και Κρίνο [1906], πρόλ. Έλλης Αλεξίου, Γλάρος, Αθήνα 1974, σ. 35-36 & 42-43.