Στο ποίημα αυτό, γραμμένο το 1819, ο ποιητής διατρανώνει την πίστη του στην αρχαία ελληνική τέχνη ως αυτοδίκαιο φορέα ανθρωπιστικών αξιών και παράλληλα πραγματοποιεί μια υποδειγματική, για την αισθητική του 19ου αιώνα, «έκφραση».
Ω νύμφη, ακόμη ανέγγιχτη της ησυχίας! και θρέμμα του καιρού που αργοκυλά και της σιωπής, συ που μια λουλουδένιαν ιστορία απ’ τους δικούς μας στίχους πιο γλυκά την τραγουδείς! Ποιος με τη φουντωτή του φυλλωσιά σε ζώνει θρύλος; Θεοί είναι αυτοί, θνητοί, για και τα δυο; Στης Αρκαδίας μην είναι τα φαράγγια, ή μη στα Τέμπη; Ποιοι νάναι; ποιες παρθένες αντιστέκονται; και ποιο κυνήγημα τρελλό; Τί πάλαιμα για να ξεφύγουν; Τί τύμπανα κι’ αυλοί; Και τί έκσταση άγρια είναι τούτη;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούμε, όμως αυτές οπού δεν ακουστήκαν, πιο γλυκές. Αυλοί απαλοί, παίζετε, αλλά για τις αισθήσεις όχι. Με στροφές που αχούν στο νου μας μοναχά, πολύ πιο αγαπητές. Έφηβε ωραίε! Που το τραγούδι δε μπορείς ν’ αφήσεις κάτω απ’ τα δέντρα, ουδέ κι’ αυτά τα φύλλα τους να χάσουν, ποτέ φιλιά δε θα χαρείς, απότολμε εραστή! Αν και σιμά φτασμένος στο σκοπό σου, δε θ’ αγγίξεις την ευτυχία· μα μη λυπάσαι, δε θα μαραθεί ποτέ! και πάντα θα την αγαπάς και θάναι ωραία.
Ω σεις, που δε θα χάσετε, καλότυχοι θαλλοί, τα φύλλα, ούτε την άνοιξη θ’ αφήσετε ποτέ! Και που χωρίς αποσταμό, τραγουδιστή, θ’ αυλείς, και το τραγούδι σου αγέραστο θα μένει. Ακόμα εσύ πιο ευτυχισμένη αγάπη, ευτυχισμένη! Πάντα θερμή κι’ άξια χαρές ατέλειωτες να δίνεις, πάντα τρεμάμενη κι αιώνια, δυνατή και νια, απάνω από τ’ ανθρώπινο το πάθος θρονιασμένη που αφήνει ξέχειλη από θλίψη την καρδιά, κι αποσταμένη, μέτωπο καφτό, γλώσσα στεγνή!
Ποιοι νάναι πούρχονται για τη θυσία; σε ποιο βωμό χλωρό οδηγείς, μυστηριακέ ιερέα, το δαμάλι που μουγγανίζει ανήσυχα κατά τον ουρανό κι’ άνθια στολίζουνε τα μεταξένια του πλευρά; Ποια μικρή πόλη, σε γιαλό κοντά, είτε σε βουνό σκαρφαλωμένη, με το κάστρο της το ειρηνικό, άδεια απ’ ανθρώπους έμεινε τούτο το ευλαβικό πρωί; Πόλη μικρή, θα μείνουνε παντοτεινά οι δρόμοι σου βουβοί, κι’ ουδέ ψυχή ξανά θα στρέψει, το γιατί ερημώθηκες να πει.
Γραμμή αττική! γύροι λαμπροί οπού νησί και κόρες σαν πλοκαμοί, στο μάρμαρο εργασμένοι τεχνικά, σας τριγυρνούν, με πατημένα χόρτα και κλαδιά, το στοχασμό μας ξεπερνά η σιωπηλή σου γλώσσα, καθώς η αιωνιότητα. Ψυχρή γραφή βουκολική! Τα χιόνια τούτη τη γενιά σα σβύσουν, εσύ θε να σταθείς του ανθρώπου φίλη αληθινή, μέσ’ στις μελλούμενες τις λύπες να του λες: «Η ομορφιά είν’ αλήθεια, η αλήθεια είν’ ομορφιά.» Νά τί ’ναι που έμαθες στον κόσμο, τί χρωστάς να ξέρεις!
μτφρ. Ελπίδα Γκίνη
Παγκόσμιος ανθολογία ποιήσεως, επιμ. Ρίτα Μπούμη-Παπά & Νίκος Παπάς, τόμ. Β΄, Εκδ. οίκος Γεωργίου Παπαδημητρίου, Αθήναι 1953, σ. 282-284.