Στην κλασική μελέτη της για την παρωδία, η Rose εξετάζει την παρωδία ως μια μορφή ασυνέχειας της λογοτεχνίας, διερευνά τη σχέση της με άλλους συναφείς όρους και τονίζει τη στενή της σχέση με τη σάτιρα, άποψη που θα αντιμετωπίσει με περισσότερες επιφυλάξεις στη μεταγενέστερη μελέτη της Parody: Ancient, Modern, Postmodern (1993).
Η παρωδία είναι μια πνευματώδης, αισθητικά ικανοποιητική σύνθεση, σε πρόζα ή στίχο, συνήθως χωρίς κακία, στην οποία μέσα από ελεγχόμενη παραμόρφωση φθάνουν σε υπερβολή οι πιο έντονες ιδιαιτερότητες, θεματολογικές ή υφολογικές, ενός λογοτεχνικού έργου, συγγραφέα, σχολής ή γραφής, με σκοπό να επανεκτιμηθεί το πρωτότυπο.
[…]
Η βασική υφολογική προσέγγιση της παρωδίας κινδυνεύει να την υποβιβάσει αισθητικά και να την περιορίσει σε μια μορφή μίμησης αγνοώντας τις ευρύτερες μεταμυθοπλαστικές και ιστορικές λειτουργίες της. […] Μια ιστορία της παρωδίας θα έδειχνε ότι ενώ η παρωδία βοήθησε να επανεξεταστεί η έννοια της μίμησης και ότι, ενώ η μίμηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τεχνική της παρωδίας, είναι η χρήση της δυσαρμονίας που διαφοροποιεί την παρωδία από άλλες μορφές παράθεσης και λογοτεχνικής μίμησης.
[…]
Η ενσωμάτωση του κειμένου-στόχου γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρείται η ισορροπία εξάρτησης και ανεξαρτησίας ανάμεσα στα κείμενα. Έτσι ο παρωδών μπορεί να πετύχει και τα δύο: και να επιβεβαιώσει την εγγύτητα προς το κείμενο-στόχο και να διατηρήσει τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του στόχου. Σ’ αυτό η παρωδία διαφέρει από τη σάτιρα, την καρικατούρα, τον αστεϊσμό και άλλες κατηγορίες που μπορεί να αποτελέσουν μορφές λογοτεχνικής κριτικής στην πεζογραφία.
Margaret Rose, Parody/Metafiction: An Analysis of Parody as a Critical Mirror to the Writing and Reception of Fiction, Groom Helm, Λονδίνο 1979, σ. 17, 22 & 35. Μτφρ. για τους Σελιδοδείκτες: Κατερίνα Κωστίου.