Ένας δαιμόνιος εγκυκλοπαιδιστής

Eco Umberto

Ο Ουμπέρτο Έκο μαθήτευσε ως αναγνώστης στο λογοτεχνικό εργαστήριο του Μπόρχες. Είναι κι αυτός συγγραφέας της βιβλιοθήκης, όπως θα μπορούσαμε να πούμε και για τον δικό μας Καβάφη. Γράφει τα κείμενά του (πρωτίστως τα μυθιστορήματά του) χρησιμοποιώντας τις τεράστιες εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις και χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της διακειμενικής δικτύωσης. Συνάμα, όμως, ο Έκο είναι και σπουδαίος θεωρητικός της γραφής και του βιβλίου. Έχει γράψει συστηματικά για τη γλώσσα και έχει δημοσιεύσει βιβλία, μελέτες και άρθρα με συναφές περιεχόμενο. Εδώ δίνουμε τρία δείγματα από το τεράστιο έργο του με αντικείμενο τον πολιτισμό του βιβλίου.

[…]

Η ανάγνωση των κλασικών είναι ένα ταξίδι στις ρίζες. Συχνά, τις ρίζες δεν τις αναζητούμε από νοσταλγία για κάτι που είναι γνωστό, αλλά από το θολό συναίσθημα ότι προερχόμαστε από μιαν άγνωστη γενιά. Ο αμερικανός εκ γενετής, ο οποίος ξαφνικά αισθάνεται την ανάγκη να «επιστρέψει» (πηγαίνοντας για πρώτη φορά) στη χώρα στην οποία γεννήθηκαν οι παππούδες του, κάνει ένα ταξίδι που υποκινείται από μια φανταστική νοσταλγία. Κάθε αναγνώστης που ανακαλύπτει τους κλασικούς είναι ένας «αμερικανός», πολιτογραφημένος από άπειρες γενεές, που αισθάνεται ωστόσο την ανάγκη να γνωρίσει κάτι για τους δικούς του προγόνους, για να ξαναβρεί την παρουσία τους στις δικές του σκέψεις, χειρονομίες, στα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

Η άλλη ωραία έκπληξη που μας επιφυλάσσουν συχνά οι κλασικοί είναι που αντιλαμβανόμαστε ότι ήσαν πιο σύγχρονοι από μας. Τρομάζω πάντα μπροστά σε ορισμένους υπερατλαντικούς στοχαστές, ριζωμένους πολιτισμικά στις βιβλιογραφίες που δεν αναφέρουν παρά μόνο βιβλία που εκδόθηκαν στην τελευταία δεκαετία, οι οποίοι επεξεργάζονται μια ορισμένη ιδέα και συχνά την αναπτύσσουν άσχημα, χωρίς να γνωρίζουν ότι μια ανάλογη ιδέα είχε αναπτυχθεί καλύτερα πριν από χίλια χρόνια (ή ότι ήδη πριν από χίλια χρόνια είχε αποδειχτεί στείρα).

[…]

Μιαν […] μέρα, ήρθε σε μένα ένας φοιτητής φιλοσοφίας, ο οποίος με ρώτησε τι πρέπει να διαβάσει για να μάθει να συλλογίζεται ορθά. Του υπέδειξα Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση του Λοκ. Με ρώτησε γιατί αυτό ακριβώς το βιβλίο και του απάντησα ότι, αν αυτή τη μέρα είχα διαφορετική διάθεση, μπορεί κάλλιστα να του είχα υποδείξει γι’ αντάλλαγμα ένα διάλογο του Πλάτωνα ή το Λόγο περί της μεθόδου. Αλλά καθώς από κάπου χρειάζεται να ξεκινάει κανείς, με τον Λοκ θα είχε το παράδειγμα ενός κυρίου που συλλογιζόταν ορθά, φλυαρώντας αξιαγάπητα με τους φίλους και χωρίς την ανάγκη να χρησιμοποιεί δύσκολες λέξεις. Με ρώτησε αν αυτή η ανάγνωση θα του χρησίμευε για μια ορισμένη έρευνα που έκανε. Του απάντησα ότι θα του χρησίμευε ακόμη και αν έπειτα δούλευε ως πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Θα είχε απλώς γνωρίσει έναν άνθρωπο που άξιζε τον κόπο να τον γνωρίσει. Σε αυτό χρησιμεύει η ανάγνωση των κλασικών.

Ουμπέρτο Έκο, Αν διαβάσεις αυτά τα βιβλία, θα μάθεις πράγματι να συλλογίζεσαι καλά, μτφρ. Θ. Γιαλκέτσης, ΕΚΕΒΙ, Αθήνα (σειρά φυλλαδίων Φιλόβιβλον).

 


Το πιο ενοχλητικό πράγμα για όποιον ασκεί επαγγελματικά μια διανοητική δραστηριότητα είναι να εμπλέκεται σε συζητήσεις, συνεντεύξεις, συμπόσια, διαλέξεις, όπου πρέπει να απαντάει στο ερώτημα αν πλησιάζει το τέλος του βιβλίου. Είναι ανώφελο να έχεις γράψει επανειλημμένα και να έχεις απαντήσει σε κάθε γωνία του δρόμου ότι το βιβλίο, ακόμη και μπροστά στα νέα ηλεκτρονικά εργαλεία, αντιπροσωπεύει ακόμη το καλύτερο εργαλείο για τη μεταφορά και την κατανάλωση πληροφορίας, σε οποιαδήποτε θέση και ενεργητική κατάσταση, ότι είναι όπως το μαχαίρι, το κουτάλι, το σφυρί ή το ψαλίδι, ένα αντικείμενο που από τη στιγμή που επινοήθηκε δεν είναι πλέον δυνατό να βρεθεί κάτι καλύτερο, ότι σίγουρα πολλά βιβλία που ο προορισμός τους είναι να τα συμβουλευόμαστε (όπως οι εγκυκλοπαίδειες) θα αντικατασταθούν από δισκέτες πολυμέσων, αλλά αυτό δεν θα συμβεί με τα βιβλία που προορίζονται για ανάγνωση, κ.λπ., κ.λπ.

Τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Το ερώτημα θα επαναλαμβάνεται νευρωτικά με κάθε ευκαιρία, ιδίως αν αυτός που παίρνει τη συνέντευξη εργάζεται για ένα εβδομαδιαίο έντυπο αισθηματικών δεσμών ή για ένα τηλεοπτικό κανάλι σκουπιδιών και επομένως θα ’πρεπε να διερμηνεύει τις αγωνίες ενός κοινού που δεν ενδιαφέρεται διόλου για την τύχη του βιβλίου.

Ουμπέρτο Έκο, Διαβάζοντας τα βιβλία με τις ρώγες των δακτύλων, μτφρ. Θ. Γιαλκέτσης, ΕΚΕΒΙ, Αθήνα (σειρά φυλλαδίων Φιλόβιβλον).

 


[…] Ο Ουγκώ στην «Παναγία των Παρισίων», διηγήθηκε την ιστορία ενός ιερέα, του Κλοντ Φρολό, [ο] οποίος κοιτούσε λυπημένος τους πύργους του καθεδρικού του ναού. Η ιστορία αυτή λαμβάνει χώρα στον XV αιώνα, μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας. Πριν από αυτό, τα χειρόγραφα προορίζονταν σε ένα περιορισμένο αριθμό μορφωμένων ανθρώπων, αλλά ο μόνος τρόπος για να διδαχθούν οι μάζες για τις ιστορίες της Βίβλου, τη ζωή του Χριστού και των Αγίων, τις ηθικές αρχές, ακόμα και τα γεγονότα της εθνικής ιστορίας ή και τα πιο απλά νοήματα της γεωγραφίας ή των θετικών επιστημών (τη φύση άγνωστων ανθρώπων και τα γνωρίσματα των φυτών και των πετρωμάτων), ήταν οι εικόνες ενός καθεδρικού. Ένας μεσαιωνικός καθεδρικός ήταν ένα είδος μόνιμου και αμετάβλητου τηλεοπτικού προγράμματος, το οποίο θα έλεγε στους ανθρώπους τα πάντα, απαραίτητο οχυρό για την καθημερινότητά τους και την αιώνια ζωή.

Τώρα ο Φρολό έχει στο τραπέζι του ένα τυπωμένο βιβλίο και ψιθυρίζει «Ceci tuere cela», «αυτό θα σκοτώσει το άλλο». (Το βιβλίο θα σκοτώσει τον καθεδρικό, το αλφάβητο θα σκοτώσει τις εικόνες). Το βιβλίο θα αποσπάσει τους ανθρώπους από τις πιο σημαντικές αξίες τους, ενθαρρύνοντας τις αχρείαστες πληροφορίες, μια ελεύθερη απόδοση των Γραφών, μια παράλογη περιέργεια,

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, ο Μάρσαλ Μακ Λιούαν, έγραψε το «Ο Γαλαξίας του Γουτεμβέργιου», όπου ανακοίνωσε πως ο γραμμικός τρόπος σκέψης που υποστηρίχθηκε από την ανακάλυψη της τυπογραφίας, ήταν στα πρόθυρα του να αντικατασταθεί από έναν πιο σφαιρικό τρόπο αντίληψης και κατανόησης μέσω των εικόνων της τηλεόρασης ή άλλου είδους ηλεκτρονικών συσκευών. Αν όχι ο Μακ Λιούαν, πολλοί από τους αναγνώστες έδειξαν με το δάχτυλό τους πρώτα μια οθόνη τηλεόρασης και μετά ένα τυπωμένο βιβλίο λέγοντας «αυτό θα σκοτώσει το άλλο».

Ουμπέρτο Έκο, «Φυσική και ανόργανη μνήμη. Το μέλλον των βιβλίων», μτφρ. Ελ. Τουλούπη. Διατίθεται στον ιστότοπο netschoolbook.gr . Πρόκειται για ομιλία που εκφώνησε ο Έκο την 1η Νοεμβρίου 2003 με αφορμή την εγκαινίαση της νέας Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.