Το πάθος των βιβλίων

Steiner George

Ο Τζωρτζ Στάινερ ανήκει στους μανιώδεις αναγνώστες όντας ο ίδιος φανατικός συγγραφέας. Έχει γράψει πολλά για το βιβλίο, τη γραφή, την ανάγνωση, τη μετάφραση και, γενικά, για τον πολιτισμό της μόρφωσης και της παιδείας. Ανήκει στους πολυμαθείς και πολύγλωσσους στοχαστές που υπερασπίζεται με πάθος τόσο την κλασική παράδοση όσο και τη συνέχειά της. Τα τρία παραθέματα που ακολουθούν είναι μικρά δείγματα της κριτικής του οξύνοιας που συνοδεύει τη λατρεία του για το τυπωμένο βιβλίο.

[…]

Η κάλαμος χρησιμοποιείται για να κρατάς σημειώσεις στο περιθώριο. Τα marginalia, οι σημειώσεις, είναι οι άμεσες ενδείξεις της ανταπόκρισης του αναγνώστη στο κείμενο, του διαλόγου ανάμεσα στο βιβλίο και τον ίδιο. Είναι τα ενεργά ίχνη του εσωτερικού ρεύματος του λόγου —επαινετικού, ειρωνικού, αρνητικού, επιτατικού— που συνοδεύει τη διαδικασία της ανάγνωσης. Οι σημειώσεις μπορεί, σε έκταση και πυκνότητα οργάνωσης, να φτάσουν να ανταγωνιστούν το ίδιο το κείμενο, συνωθούμενες όχι μόνο στο περιθώριο, αλλά και στην κορυφή και τη βάση της σελίδας και τα διαστήματα ανάμεσα στις γραμμές. Στις μεγάλες μας βιβλιοθήκες υπάρχουν αντι-βιβλιοθήκες τις οποίες συνθέτουν οι σημειώσεις και οι σημειώσεις επί σημειώσεων που διαδοχικές γενιές αληθινών αναγνωστών στενογράφησαν, κωδικοποίησαν, ορνιθοσκάλισαν ή καλλιγράφησαν σε καλοδουλεμένα σχήματα κατά μήκος, πάνω, κάτω και ανάμεσα στις οριζόντιες γραμμές του τυπωμένου κειμένου. Συχνά, οι σημειώσεις είναι οι αρμοί της αισθητικής και της διανοητικής ιστορίας (δείτε το αντίτυπο του Ευριπίδη που μελετούσε ο Ρακίνας). Πράγματι, μπορεί να ενσωματώνουν μια μείζονα πράξη δημιουργίας, π.χ. οι σημειώσεις του Κόλριτζ, που μόλις κυκλοφορήθηκαν.

Ο σχολιασμός μπορεί επίσης να γίνει στα περιθώρια, αλλά είναι διαφορετικού χαρακτήρα. Τα marginalia, οι σημειώσεις, ακολουθούν μια παρορμητική, κάποτε θυελλώδη συνομιλία ή και φιλονικία με το κείμενο. Τα σχόλια, συχνά ευάριθμα, τείνουν να έχουν πιο τυπικό, συνεργατικό χαρακτήρα. Θα γραφτούν, όπου είναι δυνατόν, στη βάση της σελίδας. Θα διευκρινίσουν αυτό ή εκείνο το σημείο του κειμένου· θα παραθέσουν άλλες αυθεντίες. Ο συγγραφέας των σημειώσεων είναι, κατά κανόνα, ο αντίπαλος του κειμένου του· ο σχολιαστής ο υπηρέτης του.

Τζωρτζ Στάινερ, Ο σπάνιος αναγνώστης, μτφρ. Κ. Σχινά, ΕΚΕΒΙ, Αθήνα (σειρά φυλλαδίων Φιλόβιβλον).

 


[…]

Η συνάντηση με το βιβλίο που θα μας αλλάξει τη ζωή —όπως και η συνάντηση με τη γυναίκα ή με τον άνδρα που συχνά σε μια στιγμή ασύνειδης αναγνώρισης θα αλλάξει τις ζωές μας— μπορεί να είναι εντελώς τυχαία. Το κείμενο που θα μας προσηλυτίσει σε μια πίστη, που θα μας κάνει να προσχωρήσουμε σε μιαν ιδεολογία, που θα δώσει στην ύπαρξή μας ένα σκοπό και μια αρχή, μπορεί να παραμείνει εκτεθειμένο σε μια μικρή βιβλιοθήκη ή σε ένα ξεπούλημα σε μια βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Μπορεί και να παραμείνει σκονισμένο και άγνωστο στο ράφι μιας βιβλιοθήκης, «πλάι» στον τόμο με τον οποίο δουλεύαμε κάποια στιγμή. Κάτι ακουστικά δυσνόητο στο φθαρμένο εξώφυλλο μπορεί να τραβήξει το βλέμμα μας: Zarathustra, Westöstlicher Divan, Moby Dick, Horcynus Orcha. Όσο ένα κείμενο επιβιώνει σε κάποιο μέρος πάνω σε αυτήν τη γη, σε μια σχεδόν αδιάκοπη σιωπή, αυτό είναι ενδεχόμενο να αναστηθεί.

Όπως μας δίδαξε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, όπως ο Μπόρχες το έκανε μυθικό, ένα αυθεντικό βιβλίο ποτέ δεν είναι ανυπόμονο. Μπορεί να περιμένει αιώνες για να αφυπνίσει μια ζωηρή ηχώ. Μπορεί να είναι μια προσφορά μισοτιμής σε έναν πάγκο του σταθμού, όπως υπήρξε για μένα ο πρώτος Τσέλαν, στον οποίο έπεσα πάνω και κατά τύχην άνοιξα. Από εκείνη την ξεχωριστή και τυχαία στιγμή η ζωή μου άλλαξε και προσπάθησα να μάθω «a language north of the future».

Αυτός ο μετασχηματισμός είναι διαλεκτικός. Οι παραβολές του είναι εκείνες του Ευαγγελισμού και των Θεοφανίων. Πόσο λίγα γνωρίζουμε για τη γένεση της λογοτεχνικής δημιουργίας! Δυνητικά, εμείς δεν διαθέτουμε πρόσβαση στην πιθανή νευροχημεία της πράξης και της διαδικασίας της φαντασίας. Ακόμη και το πιο ακατέργαστο γράψιμο ενός ποιήματος αποτελεί ήδη μια προχωρημένη φάση στο ταξίδι προς τη σύνθεση και την εκτέλεση. Το σούρουπο, το χάραμα και οι πιέσεις στο υποσυνείδητο για έκφραση είναι πράγματα σχεδόν ανεπαίσθητα για μας.

Τζωρτζ Στάινερ, «Ένα βιβλίο μπορεί να αλλάξει μία ζωή», μτφρ. Θ. Γιαλκέτσης, εφ. Ελευθεροτυπία (ένθετο «Βιβλιοθήκη»), 15 Σεπτ. 2000.

 


[…]

Η χρήση της οθόνης, βέβαια, δεν μετατρέπει τόσο φανερά κάθε παραδοσιακή ανάγνωση σε ξεπερασμένη. Θα χρειαστεί καιρός για να γίνει αισθητός ο αντίκτυπός της. Κάποιες μελέτες έχουν ήδη δημοσιευτεί παρουσιάζοντας το γεγονός ότι τα παιδιά που τρέφονται από τηλεόραση και διαδίκτυο θα μπορούσαν ενδεχομένως να εμφανίσουν διαταραχές στη βούληση ή να μη διαθέτουν τις απαιτούμενες ικανότητες για να μάθουν να διαβάζουν με την παλαιά έννοια του όρου. Όπως οι τέχνες της μνήμης, η γυμναστική της συγκέντρωσης, η ύφεση της σιωπής (εκτιμάται ότι περί το ογδόντα τοις εκατό των αμερικανών εφήβων αδυνατούν να διαβάσουν χωρίς μουσική υπόκρουση), ο χώρος της ανάγνωσης στον ευρωπαϊκό πολιτισμό οδεύει προς συρρίκνωση. Είναι πιθανό (και αυτή η προοπτική πολύ απέχει από το να είναι ανησυχητική) ο τύπος της ανάγνωσης που προσπάθησα να ορίσω και κατονόμασα ως «κλασικό» να γίνει εκ νέου ένα είδος ιδιαίτερου πάθους, που θα διδάσκεται σε «κέντρα ανάγνωσης», όπου θα αφηνόμαστε όπως ο ραββί Ακίμπα και οι μαθητές του μετά την καταστροφή του Ναού, ή αλλιώς όπως τότε που διδασκόταν στις μοναστικές σχολές και στις τραπεζαρίες των μοναστηριών του Μεσαίωνα. Μια μορφή ανάγνωσης, η οποία μεσουρανεί πολύ συγκεκριμένα μέσα από αυτήν την πρακτική άσκηση γεμάτη ευλογίες και την πνευματική μουσική που είναι η από καρδιάς αποστήθιση (ας σημειώσουμε εδώ το ευτυχές παράδοξο της λέξης «εγκαρδιότητα», λέξη που περιέχει τη λέξη «καρδιά»). Είναι πολύ νωρίς να το πούμε. Ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο πολύ πιο γρήγορη, προς το παρόν πολύ πιο δύσκολη στο να «αποκωδικοποιηθεί» από οποιαδήποτε άλλη.

George Steiner, Η σιωπή των βιβλίων, μτφρ. Σ. Διονυσοπούλου, Ολκός, Αθήνα 2009, σ. 50-51.