Ο Κ.Θ. Δημαράς, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου είχε παρουσιάσει μια έντονη στροφή προς τον χριστιανισμό, καταθέτει μια άκρως ουσιοκρατικής κοπής αντίληψη για την ανάπτυξη και την παρακμή της ποίησης στον δυτικό κόσμο. Σύμφωνα με τον κριτικό, η πορεία της ποίησης είναι άμεσα και ευθέως ανάλογα εξαρτώμενη από την πορεία του θρησκευτικού πνεύματος. Θεωρώντας πως η εποχή του είναι εποχή αναζωπύρωσης του θρησκευτικού συναισθήματος, καταλήγει στο συμπέρασμα πως όλη η νεότερη ποίηση τελικά είναι άμεσος απόγονος της χριστιανικής ποίησης.
1. Μια τέτοια υπόθεση όμως, για τη στενή, την εσωτερική πια σχέση της ποίησης με την πίστη και την προσευχή, θα έπρεπε για να αποδειχθεί σωστή να δοκιμασθεί και στην ιστορία της τέχνης αυτής. […] Εκείνο […] που αποτέλεσε την ασύγκριτη πρόοδο του κόσμου, εκείνο που επέτρεψε τη γένεση και την ανάπτυξη της ποίησης όπως τη χαρακτηρίσαμε παραπάνω, είναι η αποκάλυψη του εσωτερικού κόσμου.
2. Σε μερικούς προσωκρατικούς φιλοσόφους, ιδίως όταν ακόμη η ελληνική φιλοσοφία ήταν στενά συνδεδεμένη με την ανατολική παράδοση, σ’ έναν Ηράκλειτο, σ’ έναν Παρμενίδη, ίσως να βρίσκεται ακόμη κάποιο φανερό ίχνος από την αποκάλυψη την αρχική. […] Με τους σοφιστές και τον Σωκράτη , η φιλοσοφία παίρνει ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και εγκαταλείπει κάθε σχέση με τη μυστική ζωή […].
Κι έρχεται ο χριστιανισμός. Η μεγάλη πάλη μεταξύ πνεύματος και ύλης παίρνει τώρα ακέριο το νόημά της και περνώντας στο επίπεδο της ζωής γίνεται πάλη μεταξύ δύο κόσμων, δύο πολιτισμών. […] Όλες οι αξίες αλλάζουν: τα έργα των εθνών γίνονται ύποπτα, περνούν σε μοίρα δευτερότερη· ο κόσμος βρήκε τη σημασία του. […] η πρόοδος υπάρχει, είναι η ίδια, μια πάντα και χριστιανική. Είναι εκείνη η ίδια που σιγά σιγά μετέβαλε τις ηθικές σχέσεις των ανθρώπων, που έκανε συνείδηση την ισότητα κάθε γένους και κάθε φυλής, που καλλιέργησε το σεβασμό προς το άτομο.
3. Εκεί όμως που τα αποτελέσματά της είναι καταπληκτικά, είναι στην ποίηση· η πηγή της έμπνευσης, οι μυστικοί κόσμοι της ψυχής που τους είχε μαράνει σαν για πάντα ο καυτερός λίβας του ορθολογισμού, ξαναβρίσκουν τους χυμούς τους, τη δροσιά τους και ξανανθίζουν. Από τα πρώτα τους δώρα η ποίηση. […] Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός μιλά στην ψυχή του, και παρ’ όλο τον κλασικό φόρτο της η ποίησή του έχει την τρυφερότητα του καινούριου λυρισμού. Η φύση του μιλά, καθώς παρατηρήθηκε κιόλας, με τη ρομαντική φωνή μιας φύσης Λαμαρτινικής. Ακόμα και η ελληνόφωνη χριστιανική ποίηση, μ’ όλη τη βαριά κλασική κληρονομιά, που είναι συχνά αισθητή στην παραγωγή της, έχει μια δόνηση, μια συνοχή, μια πρωτοτυπία στη σύλληψη, που μόνο με της Παλαιάς Διαθήκης την ποίηση μπορεί να συγκριθεί. Οι εικόνες ζωηρές, δεμένες, απροσδόκητες, αποτελούν τους άμεσους προδρόμους της νεοελληνικής λόγιας λυρικής ποίησης μόλις τη δεις να ξεπεράσει τα ηρωϊκά θέματα του ρουμελιώτικου τραγουδιού […].
4. Στη Δύση που αποσπάστηκε πιο ριζικά και γρηγορότερα από την κλασική παράδοση, το φαινόμενο είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικό, κι έχει μεγαλύτερη σημασία, γιατί με τη θρησκευτική της ποίηση συνδέεται αμεσότερα ο νεότερος λυρισμός. Ποτέ πουθενά δεν άνθισε η ποίηση με μια τέτοια ορμή, με μια τέτοια συνέπεια, όσο στη δυτική υμνογραφία. […]
5. […] μετά τον χριστιανισμό βλέπουμε εκάστοτε στην ιστορία της λογοτεχνίας άγονες εποχές για την ποίηση· οι εποχές αυτές συμπίπτουν πάντα είτε ακολουθούν περιόδους θρησκευτικού μαρασμού. Αντίθετα οι εποχές γονιμότητας για την ποίηση, οι εποχές νέων ποιητικών αναζητήσεων και προσπαθειών συμπίπτουν πάντα με περιόδους θρησκευτικής ζύμωσης και θρησκευτικής ανησυχίας· τυπικό παράδειγμα για τούτο, τα σύγχρονα ποιητικά ρεύματα. Πρέπει, δηλαδή, να συμπεράνουμε με βεβαιότητα πως φυλογενετικά και οντογενετικά το δέντρο της ποίησης έχει τις ρίζες του μέσα στην πίστη.
6. Ποίηση θρησκευτική! Σαν να μπορούσε να υπάρξει και καμιά άλλη ποίηση… Είδαμε σε κάθε στιγμή της μελέτης μας τη στενή ψυχολογική σχέση της ποίησης με την προσευχή, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι φυσικό ο όρος θρησκευτική ποίηση να μην παρουσιάζει πλέον για μας περισσότερη έννοια από το μονολεχτικό όρο ποίηση.
Κ.Θ. Δημαράς, Επτά κεφάλαια για την ποίηση, Κασταλία, Αθήνα 1935, σ. 42-46.