Ο Κλέων Παράσχος, προσπαθώντας να εξηγήσει την απουσία του θρησκευτικού συναισθήματος στη νεοελληνική ποίηση, καταφεύγει (μέσω του Ροΐδη) σε θεωρητικά εργαλεία του 19ου αιώνα: στον ντετερμινισμό και το θετικιστικό πνεύμα του γάλλου φιλοσόφου Hippolyte Taine.
Το τεράστιο γεγονός που είναι η γέννηση του Χριστού, μα και πλατύτερα, όλη του η ζωή, όλη του η διδασκαλία με τη μορφή που της έδωκαν οι Απόστολοι και όλοι κατόπιν οι Δάσκαλοι της Χριστιανοσύνης, με μια λέξη, αυτό που λέμε χριστιανισμός, δογματικός ή «αδογματικός», ορθόδοξος ή καθολικός, ή οτιδήποτε άλλο, ενέπνευσε πολύ λίγο τους νέους Έλληνες ποιητές, από τον Σολωμό ώς τον Καρυωτάκη. Πραγματικά· φέρτε στο νου σας τα ονόματα των πιο αξιόλογων νέων Ελλήνων ποιητών. Θα δείτε ότι σ’ ελάχιστους, ίσως σε κανένα, δε θα βρείτε αληθινή χριστιανική έμπνευση, ή και γενικότερα, έμπνευση —στη βαθιά της όμως έννοια— θρησκευτική. Ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, ο Μαρκοράς, ο Ζαλοκώστας, ο Παπαρρηγόπουλος, ο Βιζυηνός, ο Παλαμάς, ο Προβελέγγιος, ο Καβάφης, ο Κώστας Χατζόπουλος, ο Μαλακάσης, ο Γρυπάρης, ο Πορφύρας, ο Πέτρος Βλαστός, ο Καμπάνης, ο Βάρναλης, ο Σικελιανός, ο Ουράνης, ο Καρυωτάκης, ο Τέλλος Άγρας, κανείς απ’ όλους αυτούς που αποτελούν, μαζί με μερικούς άλλους, το σώμα της νεοελληνικής ποίησης στην εκατόχρονή της ζωή, κανένας όχι μόνον δεν ήταν ή δεν είναι θρησκευτικός ποιητής, μα και μήτε επεισοδιακά, μια ή δυό φορές στη ζωή του, δεν έτυχε να δονηθεί βαθύτερα από τον χριστιανικό μύθο. Φαινόμενο αρκετά σημαντικό, που δεν ερευνήθηκε ακόμα και που θ’ άξιζε να ερευνηθεί.
Ο Ρενάν ονομάζει κάπου τους Έλληνες λαό «areligieux», όχι άθρησκο, αλλά, αν μπορούσαμε να πούμε, «αθρησκευτικό». Μα ο Ρενάν έχει υπόψη του, λέγοντας αυτό, περισσότερο τους αρχαίους παρά τους νέους Έλληνες, περισσότερο τον αρχαίο ελληνικό πολυθεϊσμό, που τον κρίνει και κείνον, δίχως να το θέλει ίσως, με πνεύμα χριστιανικό. Κάτι πιο χαρακτηριστικό για τους Νεοέλληνες λέει ο Περικλής Γιαννόπουλος: ότι κάτω από το χριστιανικό μας ντύμα, κάτω από τον χριστιανισμό που και αυτόν εμείς τον μορφοποιήσαμε, μείναμε Έλληνες. Και ότι τούτο άλλωστε —ο ελληνισμός μας— είναι ό,τι πιο πολύτιμο και πιο αναλλοίωτο έχουμε. Οι θρησκείες περνούν, οι φυλές μένουν. Και η μεγαλύτερη αξία του χριστιανισμού για μας είναι, ότι μας αποδεικνύει και αυτός τον ειδωλολατρισμό και τη γνησιότητά μας, όπως μας τ’ απέδειξε ώς τώρα κάθε ξένο φόρεμα που φορέσαμε και που κάτω από το οποίο μείναμε πάντα οι ίδιοι εμείς.
Αν θέλαμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο που ερευνούμε με την αιτιοκρατική θεωρία του Ταιν —la race, le milieu, le moment—, θα βρίσκαμε, στον τρίτο παράγοντα, στη «στιγμή», στην εποχή, το πιο σημαντικό και πιο αδιαφιλονίκητο έρεισμα. Και αλήθεια, η νεοελληνική ποίηση γεννιέται, αναπτύσσεται, αντρώνεται στον 19ο αιώνα, αιώνα όπου κορυφωμένοι και αδελφωμένοι, ορθολογισμός και υλισμός, χτυπούν με όση ποτέ άλλοτε δε χτυπήθηκαν λύσσα, τις θρησκευτικές πίστεις. Ο επιστημονισμός, παντοδύναμος, ποτίζει όλα τα πνεύματα, από παντού, με όλα τα μέσα. Και όταν, για μια στιγμή, κατά το 1890, φαίνεται πως αρχίζει να κλονίζεται η τυφλή πίστη της ανθρωπότητας στην Επιστήμη, όταν μερικά πνεύματα, που πνίγονται μέσα στο κατάστενο κλουβί του ορθολογισμού και του υλισμού, βγάζουν την απελπισμένη τους κραυγή και διαλαλούν ότι δεν πιστεύουν πια στην Επιστήμη, η Επιστήμη (με κεφαλαίο) πραγματικά δεν «χρεωκοπεί», δεν κηρύσσει τον εαυτό της χρεωκοπημένο, αλλά φορώντας νέο προσωπείο και μεταφέροντας τον αγώνα της αλλού, προσπαθεί και πάλι να στερεώσει τη μονοκρατορία της, και ώς ένα σημείο το καταφέρνει.
Αλλά —πράγμα παράξενο—, η ελληνική ποίηση —ώς τον Παλαμά και τον Καβάφη τουλάχιστον—, δεν φαίνεται να δέχτηκε καμιά βαθιά επήρεια ούτε και απ’ αυτήν την τόσο αποφασιστική στροφή τού αιώνα προς την αθεΐα. Και από την άποψη τούτη μένει πάντα ορθή και πολύ σημαντικότερη από ό,τι πιστεύουμε η παρατήρηση του Ροΐδη: ότι, δηλαδή, ούτε στα «πάτρια ήθη» εμείναμε πιστοί, ούτε «την εμπνέουσαν τους ποιητάς της Δύσεως νόσον νοσούμεν».
[…]
Από τούτα τα τεράστια δράματα που συγκλονίζαν τον κόσμο, έμεινε, όλο σχεδόν τον περασμένο αιώνα, εντελώς ξένη, η νεοελληνική ποίηση. Δεν τα ήξερε, δεν ήθελε να τα μάθει, δεν τα οσμίζονταν καν στον αέρα της εποχής; Ναι, τα οσμίζονταν, και για τούτο ακριβώς δε μπόρεσε να είναι αληθινά θρησκευτική, δε μπόρεσε να πάρει ζέστα και φωτιά ούτε στιγμή από κάτι που έσβηνε. Η απελπισμένη άμυνα μερικών μοναχικών ανθρώπων, που μάχονταν με όλη τη δύναμή τους για ν’ αντισκόψουν το ακράτητο κύμα του αιώνα, δεν έφτανε μήτε σαν αντίλαλος ώς εδώ, και μήτε κανένας έλληνας ποιητής βρέθηκε να είναι φύση βαθιά θρησκευτική, μυστική, ώστε, στεριώνοντας τον εαυτό του σε ό,τι πιο δικό και εσώτερο είχε να τραβήξει και αντίθετα προς το ρεύμα του καιρού.
Κλέων Παράσχος, «Η θρησκευτική πίστη στη νέα ελληνική ποίηση», περ. Νέα Εστία, τχ. 192 (Χριστούγεννα 1934) 74-75. Διατίθεται εδώ .