Ο φιλόσοφος υπερβαίνει την παραδοσιακή (αριστοτελική στην ουσία της) αντίληψη της μεταφοράς ως σύγκρισης και την βλέπει ως γνωστικό εργαλείο που πετυχαίνει την προσέγγιση δύο διακριτών σημασιολογικών —και υπαρκτικών— πεδίων. Ο κόσμος της πραγματικότητας διεισδύει στο λογοτεχνικό κείμενο με άλλη όψη, διανοίγοντας συγχρόνως τον ορίζοντα της σημασίας και της αλήθειας και διευρύνοντας έτσι τα ανθρώπινα βιώματα και εμπειρίες.
Αυτό που ζητείται σε μία μεταφορική πρόταση είναι να αποκαλύψουμε μία «συγγένεια» εκεί όπου η κοινή ματιά δεν διακρίνει καμμία αμοιβαία συμφωνία. Η λειτουργία της μεταφοράς εδώ είναι πολύ κοντά σε αυτό που ο Ζίλμπερτ Ράιλ ονόμασε «category mistake» (κατηγοριακή παρανόηση). Συνιστά πράγματι μια εσκεμμένη παρανόηση: εξομοιώνει πράγματα που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Χάριν όμως αυτής της παρανοήσεως αναδύεται μία —απαρατήρητη μέχρι εκείνη τη στιγμή— νοηματική σχέση μεταξύ όρων που η προηγούμενη ταξινόμηση δεν άφηνε να συσχετισθούν. Όταν ο ποιητής λέη πως «ο χρόνος είναι ζητιάνος», μας μαθαίνει «να βλέπουμε σαν», να «βλέπουμε» τον χρόνο «σαν…» ζητιάνο. Δύο σημασιολογικές κατηγορίες, που μέχρι στιγμής απέχουν μεταξύ τους, αιφνιδίως πλησιάζουν. Επομένως, το έργο της ομοιότητος είναι ακριβώς τούτο: να φέρη κοντά αυτά που βρίσκονταν σε απόσταση.
Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και σύμβολο, μτφρ. Μαβίνα Πανταζάρα, Αρμός, Αθήνα 2002, σ. 54.