Στο νέο αναγνωστικό κοινό του 19ου αιώνα συμμετέχουν και τα εργατικά στρώματα των πόλεων: τεχνίτες και υπάλληλοι γραφείου χρησιμοποιούν τις βιβλιοθήκες. Όπως και τα πολιτιστικά προγράμματα των εργοστασίων, οι δανειστικές βιβλιοθήκες στόχευαν να εγχαράξουν τις κυρίαρχες αξίες στα εργατικά στρώματα (Lyons 2008, 397).
Η γαλλική εθνική ιστορία […] ήταν πολύ πιο γόνιμο πεδίο για την πνευματική ανάπτυξη των μέσων Γάλλων. Ένα τμήμα της εργατικής τάξης, συνεπώς, απέρριπτε μία κουλτούρα που πρόσφερε προς κατανάλωση μόνο θρησκευτική ιστορία και αρχαία μυθολογία.
Οι μεταρρυθμιστές των βιβλιοθηκών, που προέρχονταν από την αστική τάξη, συνέχισαν να προτείνουν τους κλασικούς στους αναγνώστες της εργατικής τάξης. Όταν ο Agricol Perdiguier συνέταξε έναν κατάλογο βασικών βιβλίων για τις εργατικές βιβλιοθήκες το 1857, πολλές επιλογές του εξέφραζαν ακριβώς αυτό το πνεύμα. Ο κατάλογός του περιλάμβανε τον Όμηρο και τον Βιργίλιο, τη Βίβλο, τον Fenelon, τον Corneille, τον Μολιέρο, τον Ρακίνα και τον La Fontaine, επιλογές ικανοποιητικές για τους φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές της Société Franklin. Ο Perdiguier, όμως, έφτασε στο σημείο να επιμείνει για κάποια ιστορικά έργα σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση, τα Μυστήρια των Παρισίων του Eugène Sue, την Παναγία των Παρισίων του Ουγκώ και το Le Compagnon de la Tour de France της Γεωργίας Σάνδη.
Ο λαϊκός αναγνώστης, συχνά χαρακτηριζόμενος συμβατικά ως «μεγάλο παιδί», είχε δική του άποψη. Ο λιθογράφος Girard ίδρυσε μια δημοτική βιβλιοθήκη στο τρίτο διαμέρισμα του Παρισιού και επιχείρησε να διαφύγει τον δημοτικό έλεγχο όσο το δυνατόν περισσότερο. Στην πόλη του Le Creusot, το 1869, ένας εικοσιοκτάχρονος εργάτης, ο Dumay, δημιούργησε μία bibliothèque démocratique, η οποία υποστήριξε οργανωμένα έναν δημοκρατικό υποψήφιο το 1869, καθώς και την αρνητική ψήφο στο δημοψήφισμα του 1870. Στη βιομηχανική πόλη του St. Etienne, είχαν δημιουργηθεί το 1866 δύο δημοτικές βιβλιοθήκες, τις οποίες προσπάθησαν να ελέγξουν οι τοπικοί παράγοντες και η εκκλησιαστική ιεραρχία. Οι αναγνωστικές επιλογές των εργατών θεωρούνταν απαράδεκτες, επειδή περιλάμβαναν τον Βολταίρο και τον Rousseau, καθώς και τη Γεωργία Σάνδη και τον Eugène Sue, οι οποίοι κατηγορούνταν ότι εναντιώνονταν στο γάμο και δικαιολογούσαν την αυτοκτονία και τη μοιχεία. Ο Rabelais για εκείνους ήταν επίσης επικίνδυνος συγγραφέας, καθώς και ο Michelet για το έργο του La Sorcière, o Renan για το έργο του La Vie de Jésus και ο Lamennais για το έργο του Paroles d’un Croyant. Ο Enfantin Louis Blanc, ο Fourier και ο Proudhon επίσης είχαν τη θέση τους στις εργατικές βιβλιοθήκες, κάτι που σημαίνει ότι το αναγνωστικό κοινό της εργατικής τάξης προσπαθούσε να διαμορφώσει τη δική του αναγνωστική κουλτούρα, ανεξάρτητη από τον έλεγχο της αστικής τάξης, της γραφειοκρατίας και της Καθολικής Εκκλησίας.
Η σταδιακή μείωση των εργάσιμων ωρών έδωσε στην εργατική τάξη τη δυνατότητα να ασχοληθεί περισσότερο με την ανάγνωση. Στην Αγγλία, το εργάσιμο δεκατετράωρο αποτελούσε τον κανόνα για τις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά μετά το 1847 η υφαντουργία κατέκτησε το δεκάωρο. Τη δεκαετία του 1870, οι τεχνίτες του Λονδίνου δούλευαν κατά κανόνα 54 ώρες την εβδομάδα. Στη Γερμανία, από την άλλη πλευρά, το εργάσιμο δωδεκάωρο επιτεύχθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς μετά το 1870. Το 1891, το ανώτατο όριο εργάσιμων ωρών για τις Γερμανίδες θεσμοθετήθηκε στις έντεκα. Λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας διαπίστωσε ότι από τους 1,25 εκατομμύριο εργάτες με ρυθμισμένο ωράριο, το 96% εργαζόταν λιγότερο από δέκα ώρες, παρότι μόνο το 38% εργαζόταν λιγότερο από εννιά ώρες. Στις μεταλλευτικές εργασίες, ίσχυε ακόμα το σύστημα της διπλής βάρδιας που επέβαλλε το εργάσιμο δωδεκάωρο.
Martin Lyons, «Οι νέοι αναγνώστες του 19ου αιώνα». Ιστορία της Ανάγνωσης στο Δυτικό Κόσμο, επιμ. Guglielmo Cavallo & Roger Chartier, μτφρ. Ευγενία Τσελέντη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008, σ. 398-399.