Ο διαχωρισμός των αναγνωστών ανάλογα με τις αναγνωστικές προτιμήσεις και συνήθειές τους είναι δύσκολος, ακόμη και στις μέρες μας. Οι αναγνωστικές πορείες μας ποικίλουν και οι συνήθειές μας αλλάζουν ανάλογα στις διαφορετικές στιγμές της ζωής μας. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, παρουσιάζονται οι κατηγορίες των αναγνωστών στη βυζαντινή εποχή ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδό τους.
Δεν είναι δυνατόν να καθορίσουμε σταθερές κατηγορίες αναγνωστών στη βυζαντινή κοινωνία, όπου οι κοινωνικές και ιδιαίτερα οι πολιτιστικές αποχρώσεις ήταν πολυάριθμες. Μπορούμε όμως να προσπαθήσουμε να διασαφηνίσουμε ποια ήταν τα διάφορα στρώματα αναγνωστών, με αφετηρία τη διάκριση του Ψελλού ανάμεσα σε περιττούς, άτομα υψηλής παιδείας, και σε σπουδαίους ή ελλόγιμους, άτομα με απλή μόρφωση, έστω και αν ενίοτε κατείχαν γερή εκπαίδευση. Οι διανοούμενοι, οι λόγιοι και οι άνθρωποι των γραμμάτων που είχαν εκλεπτυσμένη ρητορική εκπαίδευση, αποτελούσαν μια κατηγορία αναγνωστών που διακρίνεται εύκολα, παρόλο που δεν είχε καμία ομοιογένεια, επειδή αυτοί οι αναγνώστες άφησαν ίχνη στις λογοτεχνικές πηγές ή στα κείμενα που έχουν γράψει με τα χέρια τους σε σχολιασμένα βιβλία —όπως είπαμε— τα οποία αντέγραψαν ή συντήρησαν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σ’ αυτές τις σημειώσεις μπορούμε να αναγνωρίσουμε πολυάριθμα ονόματα περιττών, χωρίς να υπολογίσουμε εκείνα των άλλων, επίσης πολυάριθμων, οι οποίοι παρέμειναν ανώνυμοι και όμως, εφόσον είχαν φοιτήσει σε ανώτερες σχολές και είχαν ακολουθήσει τη διδασκαλία των μεγάλων καθηγητών, μπορούν να ταυτίζονται χάρη στη φύση των επεμβάσεών τους και στα ίχνη που άφησαν στα βιβλία, τα οποία είχαν στην κατοχή τους ή τα διάβαζαν. Πρόκειται για μια κατηγορία η οποία, από κοινωνική άποψη, αποτελείται στην ουσία από κρατικούς λειτουργούς, από μέλη των υψηλών εκκλησιαστικών τάξεων, από λόγιους μοναχούς (ή καλύτερα από λογίους που έγιναν μοναχοί), οι οποίοι είχαν όλοι ως καθηγητές γραμματικούς, ρήτορες ή φιλοσόφους που τους υποστήριζαν στις σπουδές τους. Από τον 9ο αιώνα και μέχρι το τέλος του Βυζαντίου, αυτή η κατηγορία δεν αλλάζει φυσιογνωμία· με την πάροδο του χρόνου επαυξάνεται, ιδιαίτερα ανάμεσα στον 11ο και τον 12ο αιώνα, ή μεταναστεύει, όταν η πρωτεύουσα μεταφέρεται στη Νίκαια, ως συνέπεια της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, ή ακόμη αποκεντρώνεται και επεκτείνεται, όπως στην εποχή των Παλαιολόγων, κατά τη διάρκεια της οποίας —και ιδιαίτερα ανάμεσα στον 13ο και τον 14ο αιώνα— η «εθνική υπερηφάνεια» στηρίζει την αναγέννηση των λόγιων κύκλων, που αφιερώνονταν στην ανάγνωση των κλασικών κειμένων, και όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στις άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Ό,τι διάβαζαν ή έγραφαν παρέμενε πάντα στο εσωτερικό του κύκλου ή, καλύτερα, κυκλοφορούσε ανάμεσα σε λόγια πρόσωπα και πλαίσια, που αποτελούσαν την έκφραση αυτής της κατηγορίας αναγνωστών.
Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τον αναγνώστη, τον οποίο σε γενικές γραμμές μπορούμε να ορίσουμε ως σπουδαίον, δηλαδή τον αναγνώστη που είχε κάποια μεσαία παιδεία, από τον «κοινό αναγνώστη στο Βυζάντιο», όπως θα ήθελα να τον ονομάσω εδώ, δείχνοντας μ’ αυτόν τον όρο τον αναγνώστη τον αποσπασμένο από τις πραγματικά λόγιες και λογοτεχνικές πρακτικές, οι οποίες ανήκαν σε περιορισμένη μειονότητα. Η έκφραση «κοινός αναγνώστης» προέρχεται από τη Virginia Woolf, η οποία διαγράφει το προφίλ του ως εξής: «Ο κοινός αναγνώστης… διαφέρει από τον κριτικό ή από τον λόγιο. Είναι λιγότερο πεπαιδευμένος, και η φύση δεν του χάρισε τόσα ταλέντα. Διαβάζει για την ευχαρίστησή του και όχι για να διορθώσει τις γνώμες των άλλων». Αυτό το προφίλ μπορεί να υιοθετηθεί επίσης για τον Βυζαντινό αναγνώστη, με τη διευκρίνιση όμως ότι στο Βυζάντιο ακόμη και ο κοινός αναγνώστης έχει τη θέληση μέσα από τις αναγνώσεις του να εξαγάγει όχι ευχαρίστηση και τέρψη, αλλά ωφέλεια και κέρδος.
Guglielmo Cavallo, Η ανάγνωση στο Βυζάντιο, μτφρ. Σμαράγδα Τοχανταρίδου & Paolo Odorico, Άγρα, Αθήνα 2008, σ. 125-126.