Η μεγαλόφωνη ανάγνωση στον ελληνορωμαϊκό κόσμο ήταν ο βασικός τρόπος της επαφής με τα κείμενα. Δεν αφορούσε το σύνολο του πληθυσμού και συνδεόταν με μορφές κοινωνικότητας στον δημόσιο χώρο.
Η φωνή παραμένει θεμελιώδες και κυρίαρχο φαινόμενο στην αρχαία κοινωνία· είναι η φωνή λοιπόν αυτή που, διαμέσου των πολιτικών, των δικαστικών και των πανηγυρικών λόγων, κατ’ εναλλαγή πείθει, εξάπτει, αποδεικνύει, επιπλήττει, παροτρύνει, διορθώνει, απειλεί. Εάν υπηρετεί το λογοτεχνικό κείμενο, η φωνή εκτυλίσσεται στις λεγόμενες επιδείξεις, τις δημόσιες αναγνώσεις που γίνονται ήδη από την ελληνιστική περίοδο μπροστά σε ένα κοινό άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο πολυάριθμο· αλλά υπήρχαν επίσης αναγνώσεις με τη μορφή της «προέκδοσης» ενός νέου έργου μπροστά σε ένα επιλεγμένο κοινό έμπειρων ακροατών, για να δοκιμαστούν οι αντιδράσεις και να δοθούν συμβουλές. Ήταν αυτός ο τρόπος με τον οποίο —διαμέσου μιας προκαταρκτικής προφορικής διάδοσης— λογοτέχνες περιωπής, αλλά και δευτερεύουσες μορφές, όπως επίσης ποιητίσκοι και μουντζουροχάρτες, συνήθιζαν να καθιστούν γνωστά τα γραπτά τους, προτού τεθούν σε κυκλοφορία. Κανονικά ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας που απήγγελλε το έργο του, αλλά εάν αισθανόταν ακατάλληλος για την performance, «ερμηνεία», λόγω έλλειψης φωνητικών και/ή ερμηνευτικών ικανοτήτων, μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποια άλλη αναγνώστρια φωνή, επειδή —πρέπει να υπενθυμίσουμε— ήταν πολύ σημαντικός από την άποψη της ακοής, της όρασης και της κίνησης ο τρόπος με τον οποίο το κείμενο παρουσιαζόταν και γνωστοποιούνταν. Υπήρχαν επίσης διαλέξεις και «απαγγελίες αυτοσχεδιαζόμενων ομιλιών»· σ’ αυτή την περίπτωση είναι πιθανό ότι, στη φάση του αυτοσχεδιασμού, ο απαγγέλλων ανέτρεχε στη βοήθεια γραπτών σημειώσεων. Στη Ρώμη, κατά τα φαινόμενα, ο Ασίνιος Πολλίων, στο τέλος της εποχής της δημοκρατίας, εγκαινίασε τη συνήθεια των απαγγελιών (recitationes), αλλά οι δημόσιες απαγγελίες γνώρισαν τεράστια επιτυχία ανάμεσα στον 1ο και τον 2ο αιώνα και διαδραμάτισαν έναν τέτοιον ρόλο και είχαν τόση συχνότητα, ώστε αποτέλεσαν σημαντικά γεγονότα στη λογοτεχνική ζωή, στις κοσμικές συνήθειες και στις κοινωνικές υποχρεώσεις των πολιτών, οι οποίοι ήταν ή ήθελαν να φαίνονται μορφωμένοι. […]
Guglielmo Cavallo, Η ανάγνωση στο Βυζάντιο, μτφρ. Σμαράγδα Τοχανταρίδου & Paolo Odorico, Άγρα, Αθήνα 2008, σ. 29-30.