Οι αναγνωστικές πρακτικές στην Ελλάδα

Καλαμαράς Μιχάλης

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η καταγραφή των αναγνωστικών πρακτικών συμπεριλαμβάνεται στις έρευνες πολιτισμικών πρακτικών, τις οποίες διενεργούν τακτικά οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες και δημοσιεύονται στον τύπο. Στο κείμενο που ακολουθεί, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της Έρευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς, την οποία πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου το 2010. Αναδεικνύονται τα είδη των προτιμώμενων αναγνωσμάτων, οι ηλικιακές ομάδες των αναγνωστών (35-44), η διαφορά στη συχνότητα ανάγνωσης ανάλογα με το φύλο (οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο), καθώς επίσης και τα εμπόδια πρόσβασης στην ανάγνωση (έλλειψη χρόνου, τιμή των βιβλίων) τα οποία επικαλούνται όσοι/ες απέχουν από την ανάγνωση.

Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) έδωσε χτες στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της Γ΄ Πανελλήνιας Έρευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Metron Analysis από τον Νοέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 2010. Το ΕΚΕΒΙ χαρακτηρίζει ενθαρρυντικά για την ανάγνωση στη χώρα μας τα αποτελέσματα, καθώς εμφανίζεται αύξηση αυτών που διαβάσαν κατά τον τελευταίο χρόνο από 1 έως 9 βιβλία στο 34,2% σε σύγκριση με το 2004 και αντίστοιχη μείωση αυτών που δε διάβασαν κανένα βιβλίο στο 40,2%, ενώ εμφανίζεται ποσοστιαία σταθερός στο 8,1% ένας πυρήνας μέτριων έως συστηματικών αναγνωστών που διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία το χρόνο. […]

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.500 ατόμων άνω των 15 ετών σε όλη τη χώρα, σταθμισμένο ως προς το φύλο, την ηλικία, την αστικότητα […].

Για την έρευνα ανάγνωση ενός βιβλίου δε θεωρείται αποκλειστικά η λογοτεχνία, αλλά και τα βιβλία ιστορίας, δοκιμίων, ψυχολογίας κλπ. Περιλαμβάνονται επίσης και τα επαγγελματικά και εκπαιδευτικά βιβλία, αρκεί να πρόκειται για προαιρετικό, μη-υποχρεωτικό διάβασμα, καθώς και τα βιβλία για πρακτικούς σκοπούς (οδηγούς μαγειρικής, εκλαϊκευμένα ιατρικά βιβλία, άλλους οδηγούς, κλπ.), ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική αντίστοιχων ερωτηματολογίων. Οι απαντήσεις που δίνουν οι ερωτώμενοι δεν μπορούν να επαληθευτούν, δηλαδή ο αριθμός των βιβλίων που αναφέρονται αφορά δήλωση των ερωτώμενων.

Από τα συμπεράσματα της έρευνας ξεχωρίζουν:

  • Ο κυριότερος λόγος που ανέφεραν όσοι δεν διαβάζουν καθόλου γενικά βιβλία ήταν η έλλειψη χρόνου (39%), γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από το γεγονός της επιμήκυνσης του μέσου χρόνου εργασίας στον γενικό πληθυσμό, σε σύγκριση με προηγούμενες έρευνες (45,4ώρες την εβδομάδα, το 2010)
  • Τα χρήματα που διαθέτουν οι αναγνώστες για αγορά βιβλίων περιορίζονται στα 11,6 ευρώ το μήνα για αγορά βιβλίων, κατά άτομο (19,9 ευρώ για τους συστηματικότερους αναγνώστες). Αντίθετα, φαίνεται να αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισμός βιβλίων από φίλους και συγγενείς και, κατά δεύτερο λόγο, από τις βιβλιοθήκες (19% των αναγνωστών απάντησαν ότι τις επισκέπτονται, έναντι 13% το 1999).
  • Οι γυναίκες είναι αυτές που διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες, αφού το 9,4% των γυναικών δήλωσαν ότι διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο (έναντι 6,8% των ανδρών). Η κατεξοχήν υπεροχή τους αναδεικνύεται στο πεδίο των ασθενέστερων αναγνωστών; Το 40,2% των γυναικών δήλωσαν ότι διαβάζουν από 1-9 βιβλία το χρόνο, έναντι μόνο 28% των ανδρών.
  • Οι κυριότερες ηλικιακές ομάδες που διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο είναι οι αναγνώστες 35-44 ετών (12,1% μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες) και 45-54 ετών (13,1% μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες).
  • Οι δημοφιλέστερες κατηγορίες βιβλίων στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού παρέμειναν, κατά σειρά, η ελληνική (73%) και η ξένη λογοτεχνία (61%) —κατά 79% το μυθιστόρημα, και μετά τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη—, και ακολουθούν η ιστορία (29%), η ψυχολογία (22%) και τα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου (17%).
  • Ο μέσος όρος των αναγνωσμένων βιβλίων μειώνεται (5,6 βιβλία, το 2010, έναντι 7 βιβλίων το 1999 — οι μισοί από όσους δήλωσαν ότι διαβάζουν βιβλία, διάβασαν έως 3 βιβλία, έναντι 4 το 1999). Όμως, λόγω της αύξησης των ποσοστών αλλά και του μεγέθους του πληθυσμού, ο μέσος αυτός όρος των 5,6 βιβλίων ανάγεται σε 24,6 εκ. αναγνωσμένα αντίτυπα το χρόνο, έναντι μόνο 15 εκ. το 1999.

Η έρευνα αυτή αποτελεί σημαντική πρωτοβουλία του ΕΚΕΒΙ και είναι το σημείο αναφοράς για τις αναγνωστικές συνήθειες στην Ελλάδα. Επιτυχία συνιστά επίσης ότι έχει μια συνέχεια στο χρόνο, με την πρώτη έρευνα να έγινε το 1999 και τη δεύτερη το 2004, επιτρέποντας σύγκριση των στοιχείων και καταγραφή αναγνωστικών τάσεων.

[…]

Μιχάλης Καλαμαράς, «ΕΚΕΒΙ: Το 8% των Ελλήνων διάβασαν πάνω από 10 βιβλία το 2010, αλλά το 41% δε διάβασε κανένα», ηλεκτρονικό περιοδικό eAnagnostis, 5 Απρ. 2011. Διατίθεται εδώ .