Στο βιβλίο του John Guillory Cultural Capital: The Problem of Literary Canon Formation (University of Chicago 1993) αναδεικνύεται η σχέση του λογοτεχνικού κανόνα με το συμβολικό κεφάλαιο της κουλτούρας. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ο λογοτεχνικός κανόνας παίζει σημαντικό πολιτικό ρόλο στη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Thomas Reinert περιγράφει τη σημασία αυτής της ιδεολογικής ερμηνείας του λογοτεχνικού κανόνα.
Τo Cultural Capital του John Guillory είναι ένα υπέροχο, διευκρινιστικό βιβλίο. Εκφράζει δυναμικά τις ενοχλητικές αμφιβολίες που περιβάλλουν τη συζήτηση γύρω από τον κανόνα, καθώς και τις αξιώσεις που αυτή προβάλλει ως πολιτικό ζήτημα. Για πολλούς παρατηρητές, αυτή η συζήτηση έμοιαζε με ένα μείγμα πολιτικής σοβαρότητας και θεατρικής χειρονομίας· το βιβλίο του Guillory εξηγεί με ευφυή και εξαντλητικό τρόπο πώς να βγάλουμε ένα νόημα από τέτοιες υποψίες.
Σύμφωνα με τον Guillory, οι συζητητές του κανόνα και από τις δύο πλευρές υποθέτουν ότι τα λογοτεχνικά έργα εκπροσωπούν τις πολιτισμικές κοινότητες όπως οι πολιτικοί εκπροσωπούν τους ψηφοφόρους τους. Η συμπερίληψη στον κανόνα είναι κρίσιμη γιατί δίνει φωνή και κύρος σε μια κοινότητα· ή, αντιστρόφως, τα έργα τα οποία υπονομεύουν την κανονικότητα πρέπει να διαβάζονται γιατί εκπροσωπούν τα συμφέροντα των καταπιεσμένων ενάντια στον ίδιο τον θεσμό του κανόνα, ο οποίος προβάλλει την ισχύ της κυρίαρχης κουλτούρας. Οι συζητητές του κανόνα θεωρούν την κοινότητα ως έναν τόπο αξιών τις οποίες ενστερνίζεται ο πληθυσμός της. Οι άνθρωποι καταπιέζονται όταν μια αντίπαλη κοινότητα εμποδίζει την ελεύθερη έκφραση των αξιών τους. Ιδανικά, όλες οι κοινότητες πρέπει να είναι χωριστές και, παρ’ όλο που όλοι υποχρεωτικά ανήκουν σε περισσότερες από μία, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κινούνται ανάμεσα σε αυτές χωρίς τριβές.
Ο Guillory επιχειρηματολογεί με μαρξιστικούς όρους ενάντια σε αυτήν την άποψη περί αντιπροσωπευτικής λειτουργίας της λογοτεχνίας. Ένα έργο δεν μιλά εκ μέρους μιας κοινότητας, διότι η ίδια η ιδέα της «κοινότητας» έτσι όπως παρουσιάζεται στη συζήτηση περί του κανόνα είναι μια οφθαλμαπάτη. Ο Guillory ισχυρίζεται ότι οι κοινωνικές ομάδες ορίζουν τον εαυτό τους όχι ως στατικές ανεξάρτητες οντότητες, αλλά ως συμμετέχουσες σε μια κοινωνική πάλη. Οι αξίες τους δεν αναζητούν έκφραση εναντίον των καταπιεστικών δυνάμεων που έχουν ως στόχο την κατάπνιξή τους· αντίθετα, οι αξίες τους συγκροτούνται κατά τη διάρκεια αυτής της πάλης με τέτοιες καταπιεστικές δυνάμεις. Κατά συνέπεια, η λογοτεχνία πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως το σύμπτωμα της πολιτισμικής σύγκρουσης, όχι ως η φωνή μιας εκλογικής περιφέρειας. Αντίθετα με ό,τι υπονοούν οι δύο πλευρές της συζήτησης για τον κανόνα, η λογοτεχνία, είτε του κανόνα είτε όχι, είναι ιδεολογικά αμφίσημη.
Ο Guillory υποστηρίζει ότι η αναδιαμόρφωση των σχολικών εγχειριδίων προσφέρει ενός είδους ανακούφιση μόνο των συμπτωμάτων των πολιτισμικών διακρίσεων. Πολύ πιο σημαντική είναι η πρακτική αποκλεισμού (exclusivity) από τα ίδια τα σχολεία και, μαζί με αυτά, οι δυνάμεις που κάνουν τη λογοτεχνία να φαίνεται ότι αποκλείει (exclusive). Στα κεφάλαια για τη λογοτεχνία και την παιδαγωγική του 18ου αιώνα, για τη Νέα Κριτική, καθώς και για τον Paul de Man, ο Guillory υποστηρίζει ότι τα σχολεία έχουν αναδιαμορφώσει επανειλημμένα όχι μόνο τον κανόνα αλλά και τη γενική πρακτική της μελέτης της λογοτεχνίας έτσι ώστε να τα εναρμονίσουν με τα μεταβαλλόμενα ενδιαφέροντα των αστών. Σε κάθε περίπτωση υπήρξε διαμάχη σχετικά με το τί σημαίνει κοινωνικά να μελετά κανείς τη λογοτεχνία, και σε κάθε περίπτωση τα σχολεία περιόρισαν τη μελέτη αυτή αποκλειστικά για μια μορφωμένη ελίτ, ως έναν τρόπο για να εξασφαλίσουν το κύρος της εγγραμματοσύνης, τους δεσμούς της κοινωνικής τάξης, καθώς και ό,τι ο Guillory αποκαλεί το «πολιτισμικό κεφάλαιό» της.
Μολονότι ο Guillory αναπτύσσει ένα έντονα πολιτικοποιημένο επιχείρημα για τις ιδεολογικές συνέπειες των λογοτεχνικών σπουδών, ταυτόχρονα κατορθώνει να αναγνωρίσει τη δύναμη της αισθητικής εμπειρίας και τη σημασία της αισθητικής κρίσης. Απορρίπτει την άποψη των σχετικιστών που πιστεύουν ότι η αισθητική κρίση απλώς αντανακλά με έναν πλάγιο ή μυθοποιημένο τρόπο τα πρακτικά ενδιαφέροντα μιας κοινότητας. Η αισθητική, υποστηρίζει, έχει μια παράξενη αίσθηση και πυκνότητα· δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα αποκλειστικά οικονομικό φαινόμενο. Από την άλλη, δεν φαίνεται να είναι ανεξάρτητη από την πολιτική και οικονομική πάλη. Η αισθητική εμφανίστηκε κατά τον 18ο αιώνα ως καθοριστικό στοιχείο για τη γέννηση της σύγχρονης οικονομίας, το οποίο έδωσε λύση στο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης, ερμηνεύοντάς το ως ένα ανάλογο με την εναρμόνιση των στοιχείων σε ένα έργο τέχνης. Ο Guillory δείχνει ότι αυτή η θεωρητική εξάρτηση από την αισθητική διαμόρφωσε την οικονομική θεωρία από τον Smith έως τον Marx.
Η απόπειρα να απομονωθεί ο ένας τομέας από τον άλλον μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένα ιδεολογικό σύμπτωμα. Οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας είναι γενικώς εξοικειωμένοι με την ιδεολογική σημασία των προσπαθειών να αποκοπεί ο κόσμος της τέχνης από τα οικονομικά και κοινωνικά του συμφραζόμενα. Αλλά ο Guillory υποστηρίζει προκλητικά ότι, αντιστρόφως, μια φιλελεύθερη αστική ιδεολογία καθοδηγεί τον σύγχρονο πολιτισμικό σχετικισμό, ο οποίος θα ερμήνευε την αισθητική εμπειρία ως μια απλή μυθοποίηση ή παρεξήγηση των οικονομικών δυνάμεων…
Thomas Reinert, «John Guillory: Cultural Capital: The Problem of Literary Canon Formation» [βιβλιοκρισία], περ. Modern Fiction Studies, τόμ. 42, τχ. 1 (Άνοιξη 1996) 221-224. Διατίθεται εδώ . Μτφρ. για τους Σελιδοδείκτες: Άννα Μανούκα.