Η «κοινωνική» διαμόρφωση του κανόνα και η συναίνεση της κριτικής

Abrams M.H.

Η διαμόρφωση του κανόνα δεν αποτελεί μια στενά «λογοτεχνική διαδικασία», αλλά είναι τμήμα μιας ευρύτερης κοινωνικής και πολιτισμικής πρακτικής. Παρ’ όλα αυτά, η διαμόρφωση του κανόνα προϋποθέτει τη συναίνεση της κοινότητας των ειδικών.

[…]

Η κοινωνική διεργασία μέσα από την οποία ένας συγγραφέας ή ένα έργο φτάνει να αναγνωριστεί σιωπηρά ως μέρος του κανόνα έχει ονομαστεί «διαμόρφωση κανόνα». Οι παράγοντες σε αυτήν τη διαμορφωτική διαδικασία είναι σύνθετοι και αμφιλεγόμενοι. Ωστόσο, θεωρείται μάλλον σαφές ότι η διαδικασία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων όρων, μια ευρεία συναίνεση μεταξύ κριτικών, μελετητών και συγγραφέων με διαφορετικές απόψεις και ευαισθησίες· τη διαρκή απήχηση ενός συγγραφέα ή τη μνημόνευσή του στο έργο άλλων συγγραφέων· τη συχνή αναφορά ενός συγγραφέα ή ενός έργου στο λόγο μιας πολιτισμικής κοινότητας· και την καθιερωμένη ένταξη ενός συγγραφέα ή ενός κειμένου στα σχολικά ή πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών. Αυτοί οι παράγοντες φυσικά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και επιβάλλεται να έχουν μια ορισμένη χρονική διάρκεια. Στο «Preface to Shakespeare» (1765), o Samuel Johnson έλεγε ότι ένας αιώνας είναι «η κοινώς αποδεκτή περίοδος για τον έλεγχο της λογοτεχνικής αξίας». Φαίνεται ωστόσο ότι κάποιοι συγγραφείς του 20ού αιώνα, όπως οι Marcel Proust, Franz Kafka, Thomas Mann και James Joyce —ίσως ακόμη και ένας συγγραφέας τόσο πρόσφατος όσο ο Vladimir Nabokov— ήδη έχουν κατακτήσει κύρος, απήχηση, την ένταξή τους σε πανεπιστημιακά μαθήματα και τη σταθερή μνημόνευσή τους στο λόγο περί λογοτεχνίας, τα στοιχεία εκείνα δηλαδή που απαιτούνται για την καθιέρωση στον ευρωπαϊκό κανόνα· άλλοι, όπως οι Yeats, T.S. Eliot, Virginia Woolf και Robert Frost, δείχνουν να έχουν εξασφαλίσει τη θέση τους στον εθνικό τους —τουλάχιστον— κανόνα.

Τα όρια ενός λογοτεχνικού κανόνα παραμένουν μονίμως αόριστα, και εντός των ορίων αυτών κάποιοι συγγραφείς κατέχουν κεντρική, ενώ άλλοι πιο περιφερειακή θέση. Ενίοτε ένας συγγραφέας που προηγουμένως βρισκόταν για καιρό στις παρυφές του κανόνα, ή ακόμη και έξω από αυτόν, μετακινείται σε περίοπτη θέση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο John Donne, που από το 18ο αιώνα και εξής θεωρούνταν κυρίως ένα ενδιαφέρον δείγμα εκκεντρικού ποιητή. Ο T.S. Eliot, και στη συνέχεια ο Cleanth Brooks και άλλοι εκπρόσωποι της Νέας Κριτικής τη δεκαετία του 1930 και αργότερα, προέβαλαν τα κείμενα του Donne ως το κατεξοχήν παράδειγμα της αυτοειρωνικής και παραδοξολογικής ποίησης, που οι ίδιοι θαύμαζαν πολύ, αναδεικνύοντάς τον έτσι σε μια υψηλή θέση εντός του αγγλικού κανόνα. (Βλέπε μεταφυσικοί ποιητές.) Έκτοτε, η μεγάλη φήμη του Donne έχει περιοριστεί, αλλά δεν παύει να είναι μια επιφανής παρουσία στο πλαίσιο του κανόνα. Αφ’ ης στιγμής εδραιωθεί, ένας συγγραφέας αντιστέκεται σθεναρά στην αποκαθήλωσή του από ενδεχόμενες αρνητικές κριτικές ή από αλλαγές που σημειώνονται στις λογοτεχνικές προτιμήσεις. Για παράδειγμα, πολλοί οπαδοί της Νέας Κριτικής, καθώς και ο F.R. Leavis, ο οποίος άσκησε μεγάλη επιρροή στην Αγγλία, ενώ εγκωμίαζαν τον Donne, επιτέθηκαν δριμύτατα στο ρομαντικό ποιητή Shelley, με την αιτιολογία ότι η ποίησή του περιελάμβανε ιδιότητες που αυτοί αποκήρυσσαν· παρ’ ότι όμως ένας σημαντικός αριθμός κριτικών συντάχθηκε με αυτήν την καθαίρεση του Shelley, το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ήταν να επαυξηθεί η κριτική προσήλωση και συζήτηση —επαινετική ή μη— γύρω από το άτομό του, γεγονός που στηρίζει τη θέση ενός συγγραφέα εντός του κανόνα.

M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων. Θεωρία, ιστορία, κριτική λογοτεχνίας, μτφρ. Γιάννα Δεληβοριά & Σοφία Χατζηιωαννίδου, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 213-214.