Ο «σχολικός» Σεφέρης

Χοντολίδου Ελένη

Ο Σεφέρης είναι από τους πλέον μελετημένους νεοέλληνες ποιητές και από τους πιο δημοφιλείς καθώς ανήκει στην κατηγορία αυτών που προτιμώνται. Ο «σχολικός» Σεφέρης είναι ένα κομμάτι του σχολικού λογοτεχνικού κανόνα, ο οποίος —με τη σειρά του— είναι και αυτός ένα κομμάτι του εθνικού λογοτεχνικού κανόνα. Είναι ενδιαφέρον να δούμε τις «απουσίες» του σεφερικού έργου από το σχολείο· κάποιες φορές μιλούν περισσότερο από τις παρουσίες και είναι ενδεικτικές του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται ο σχολικός λογοτεχνικός κανόνας. Λείπει, λοιπόν, ο Σεφέρης ο σκωπτικός, ο ερωτικός, ο Σεφέρης στα ποιήματα για τα παιδιά, ο Σεφέρης ως φωτογράφος... Κυρίως, όμως, λείπει από το σχολικό πρόγραμμα ο πρωτότυπος και χειραφετητικός λόγος του διδάσκοντος και ο ζωντανός λόγος του μαθητή για τον ποιητή και το έργο του. Λείπουν οι εργασίες που θα οδηγήσουν τους μαθητές πέρα από τα ασφυκτικά σύνορα της ερμηνείας σε δρόμους εξερευνητικούς και αποκαλυπτικούς προς την κατεύθυνση της νοηματοδότησης του κόσμου που τους περιβάλλει.

Σεφέρης: Τι είναι όμως ο Σεφέρης; Τα ποιήματά του: τα σοφά, τα ‘βαριά’, τα ‘δύσκολα’ αλλά και τα ερωτικά, τα σατιρικά, βεβαίως και τα ποιήματα για παιδιά. Είναι ο δοκιμιακός του λόγος, αλλά και ο αυτοβιογραφικός: τα ημερολόγιά του. Είναι και η αλληλογραφία του, που θα μπορούσε να ενταχθεί ίσως σε κάποιο από τα προηγούμενα είδη. Ο Σεφέρης είναι διπλωμάτης αλλά και ποιητής και στοχαστής, είναι σύζυγος και παππούς, ‘ξένος’ (με την έννοια του πρόσφυγα) αλλά και Έλληνας· είναι αυτός που δουλεύει στην παράδοση του Μακρυγιάννη αλλά και ο μοντερνιστής, η ηγετική φυσιογνωμία της γενιάς του ’30. Ο ταξιδιώτης και ο φωτογράφος... και πολλά άλλα.

 

Σκόπιμες (παρουσίες ή απουσίες): Η χρήση του επιθέτου είναι κυριολεκτική και όχι τυχαία. Οποιοδήποτε κείμενο βρίσκεται σε ένα πρόγραμμα διδασκαλίας έχει βρει τη θέση του εκεί διώκοντας ή παραμερίζοντας άλλα κείμενα και κάθε συγκεκριμένη παρουσία ρητά ή υπόρρητα υποδηλώνει κάποιες συγκεκριμένες επιλογές από τους σχεδιαστές του συγκεκριμένου προγράμματος διδασκαλίας, γιατί:

Ο σχεδιασμός ενός προγράμματος διδασκαλίας για το μάθημα της λογοτεχνίας είναι μια κατ’ εξοχήν πολιτική πράξη, με την έννοια ότι ορίζει και παίρνει θέσεις για την κουλτούρα και την κοινωνία, τον τρόπο και τα μέσα επικοινωνίας. ...στο σχεδιασμό του προγράμματος για το μάθημα της λογοτεχνίας υπολανθάνει πάντοτε η ελπίδα της κοινωνικής, πολιτικής και ηθικής ανάπτυξης του υποκειμένου […].

[…]

Η κριτική που θα μπορούσε να ασκήσει κανείς στα υπάρχοντα βιβλία είναι το γεγονός ότι αποτελούν τα μοναδικά προς χρήση ανθολόγια λογοτεχνικών κειμένων στο ελληνικό σχολείο εδώ και πολλά χρόνια από το 1977 και εξής. Το γεγονός αυτό, εάν συνδυαστεί με τη σχεδόν ταυτόχρονη έκδοση των γνωστών «φυλλάδων» (τις οποίες δεν χρησιμοποιούν, ίσως, μόνο οι μαθητές) και τον τρόπο μετάδοσης και αναπαραγωγής του ίδιου διδακτικού μοντέλου μέσω των επιμορφωτικών σεμιναρίων ή και της ανάγνωσης των βοηθημάτων, καθιστά τη μοναδική ύπαρξη αυτών και όποιων άλλων βιβλίων τουλάχιστον προβληματική […].

Λείπει λοιπόν ο Σεφέρης ο σκωπτικός, ο ερωτικός, ο Σεφέρης στα ποιήματα για τα παιδιά, ο Σεφέρης ως φωτογράφος... Κυρίως όμως λείπει από το σχολικό πρόγραμμα ο πρωτότυπος και χειραφετητικός λόγος του διδάσκοντος και ο ζωντανός λόγος του μαθητή για τον ποιητή και το έργο του. Λείπουν οι εργασίες που θα οδηγήσουν τους μαθητές πέρα από τα ασφυκτικά σύνορα της ερμηνείας σε δρόμους εξερευνητικούς και αποκαλυπτικούς προς την κατεύθυνση της νοηματοδότησης του κόσμου που τους περιβάλλει.

Τέλος, λείπει η βιβλιοθήκη, συνθήκη απαραίτητη για τη μελέτη της λογοτεχνίας και τη δημιουργία κλίματος αναζήτησης. Δυστυχώς ή ευτυχώς οι σύγχρονοι μεγάλοι ποιητές μας με την ευρύτατη παιδεία τους στην κλασική αλλά και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία έχουν καταστήσει τη διακειμενικότητα λειτουργία πρώτης γραμμής. Αλλά η διακειμενικότητα προϋποθέτει και απαιτεί συνομιλία με άλλους συγγραφείς και άλλα κείμενα. Μάθημα λογοτεχνίας χωρίς βιβλίο λογοτεχνικό (γιατί ας μη γελιόμαστε τα σχολικά βιβλία δεν διαθέτουν τις αισθητικές αλλά και τις άλλες προδιαγραφές που έχουν τα πραγματικά λογοτεχνικά βιβλία) και χωρίς βιβλιοθήκη, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα συγκεντρωτικό, όπως το ελληνικό, με φιλολόγους που στην πλειοψηφία τους δεν έχουν την απαιτούμενη παιδεία ως προς τη σύγχρονη επιστήμη της Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας είναι καταδικασμένο να περιπέσει σε μαρασμό και τυποποίηση.

[…]

Ο Σεφέρης είναι από τους πλέον μελετημένους ποιητές μας. Οι μελέτες για το έργο του είναι πολλές ακόμη και στα περιοδικά που απευθύνονται σε φιλολόγους (Φιλόλογος, Νέα Παιδεία, δελτίο της ΠΕΦ, κ.ο.κ.). Από σχετική μελέτη […] και την αντίστοιχη κατασκευή «χάρτη» των λογοτεχνών και των κειμένων τους που έχουν την προτίμηση των συγγραφέων αυτών των μεταλογοτεχνικών κειμένων προκύπτει ότι ο Σεφέρης ανήκει στην κατηγορία αυτών που προτιμώνται και είναι «δημοφιλείς». Σημαντικό είναι εδώ ότι εκτός από τον σχολικό λογοτεχνικό κανόνα, ο οποίος είναι γνωστός και δεδομένος (από τη στιγμή που τα βιβλία είναι κοινά για όλους τους μαθητές), από την αρθρογραφία αυτή προκύπτει ένα ιδιαίτερο corpus κειμένων για τα ‘δημοφιλή’ ή ‘δύσκολα’ κείμενα του Σεφέρη. Παράλληλα, λοιπόν, με τον σχολικό λογοτεχνικό κανόνα διαμορφώνεται ένας δεύτερος «κρυφός» λογοτεχνικός κανόνας, αυτός των συγγραφέων των άρθρων (κειμένων λογοτεχνικής κριτικής). Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι εάν τα άρθρα αυτά χρησιμοποιούνται και λειτουργούν κανονιστικά ως προς τη διδασκαλία των κειμένων, η συχνότερη εμφάνιση κάποιων από αυτά δεν δηλώνει μόνο την προτίμηση των κριτικών αλλά ίσως και την πραγματική συχνότητα διδασκαλίας τους στην τάξη […]. Τα άρθρα αυτά συνιστούν ένα είδος παιδαγωγικού λόγου, κλειστού και αυταρχικού. Επιχειρούν να προδιαγράψουν την πραγματικότητα της διδασκαλίας και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη χειραφέτηση των μαθητών και των καθηγητών τους.

Προεπιστημονική γνώση, εξάλλου, μας δείχνει ότι στις εξετάσεις προτιμώνται με σταθερότητα κάποια κείμενα έναντι άλλων. Ο εντελώς εξωδιδακτικός αυτός παράγοντας, καθίσταται λοιπόν για μια ακόμη φορά σημαντικός, καθορίζοντας προτιμήσεις των διδασκόντων (λόγω ευκολίας των κειμένων;) και υποβάλλοντας έτσι κάποιες κατευθυντήριες γραμμές.

Ελένη Χοντολίδου, «Ο “σχολικός” Σεφέρης: σκόπιμες παρουσίες και απουσίες». Ο Γιώργος Σεφέρης στην εκπαίδευση. Επιστημονική ημερίδα, Αθήνα, 14 Οκτωβρίου 2000, ΥΠΕΠΘ/Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα 2001, σ. 90-91, 93-94 & 95-96.