Ο Βασίλης Αμανατίδης περιγράφει τη φυσιογνωμία της ονομαζόμενης «γενιάς του 1990».
[…]
Στην υποτιθέμενη «γενιά» του ’90 φαίνεται να συνυπάρχουν όλες οι κυρίαρχες τάσεις των τελευταίων ετών, και είναι δύσκολο να ειπωθεί αν αποκρυσταλλώνεται ένα καινούριο στοιχείο, εφόσον συγκροτημένες και συνολικότερες μελέτες του συγκεκριμένου πεδίου εξακολουθούν να μην υπάρχουν.
Οι σημερινοί ποιητές του «κλειστού χώρου», αφηγούνται κυρίως δράματα δωματίων και αρνούνται την έκφραση κοινωνικών οραμάτων — ποιων άλλωστε ακριβώς; Αν μπορούσε κανείς να εντοπίσει ένα γενικό χαρακτηριστικό, πέρα από την πασνπερμία των στυλ, αυτό θα ήταν ίσως ένας «νεοσυντηρητισμός», μια επιστροφή σε παλιές φόρμες και κάποια ανανέωσή τους, που υπήρχε ήδη ως τάση στη Γενιά του ’80. Το ύφος και η φόρμα μπορεί να ποικίλλουν, όμως η αποδοχή όλων των ποιητικών ειδών είναι ένα συνεχιζόμενο χαρακτηριστικό μιας μεταμοντέρνας ποίησης που χειρίζεται σαν δειγματολόγιο την ιστορία των ποιητικών στυλ. Το στοιχείο αυτό —ενδεικτικό μιας απροθυμίας για ρήξεις— συνοδεύεται πάντως και από σεβασμό στους κατεξοχήν πρωτοπόρους της ρήξης: τους ένδοξους ποιητικούς προγόνους της Γενιάς του ’30 (Σεφέρη, Ελύτη). Ο Καβάφης παραμένει ακόμη ως επιρροή, το ίδιο και ο Εμπειρίκος. Πάντως στον παραπάνω κανόνα τείνουν να προστεθούν ποιητές όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, και κυρίως ο Μίλτος Σαχτούρης, τελευταία ο Έκτωρ Κακναβάτος, και κυρίως ο Νίκος Καρούζος και η Κική Δημουλά. Δεν είναι τυχαίο. Τους περισσότερους θα μπορούσε κανείς αδόκιμα να τους χαρακτηρίσει «υπαρξιακούς μετασουρεαλιστές», που βρέθηκαν για χρόνια στο περιθώριο του ποιητικού κανόνα, και κερδίζουν τώρα έδαφος χάριν της λιγότερο πομπώδους αισθητικής τους: ελάχιστη ή καθόλου αρχαιολατρεία, εμμονή στην ακαριαία εικόνα, επιθετικότητα αλλά επιδεικτικά ευφυής νηφαλιότητα, υψηλή αίσθηση του λογοπαιγνίου.
Ποίηση δηλαδή που μπορεί να διαβαστεί και από μία εφηβική εξεγερμένη ροκ γενιά, περισσότερο βέβαια παλαιού τύπου, παρά άμπιεντ ή τέκνο. Ούτως ή άλλως —ευτυχώς ή δυστυχώς— η ποίηση των νέων ποιητών εξακολουθεί να ξεκινά ευκολότερα από μία αντίληψη εξέγερσης και απομόνωσης, από μία ψευδοπεριθωριακή —αλλά εν τέλει μαζική και πεπαλαιωμένη— αντίληψη, που ακόμη και σήμερα θα ονομάζαμε «ροκ» (ό,τι κι αν μπορεί πια να σημαίνει αυτό).
Ο σουρεαλισμός δείχνει πλέον να αποτελεί κοινή προγονική ποιητική εμπειρία για ένα άνοιγμα του ψυχισμού. Όμως δεν είναι βέβαια ακριβώς αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «καινούριο». Από την άλλη, οι αμιγώς μεταμοντέρνοι μορφολογικοί και ειδολογικοί πειραματισμοί τείνουν να απομονώνουν τον αναγνώστη από το κείμενο, και, καλώς ή κακώς, σπάνια ενδιαφέρουν τους νεότερους ποιητές. Τους γοητεύει όμως ακόμη συχνά ένα στυλ γραφής με παρωχημένα, συνήθως, σχήματα χειρισμού του σοκ και της αμφισβήτησης, όπως περίπου τα πρωτοείδαμε στην αμερικανική «μπητ» γενιά του ’60 — αν και φυσικά αυτή η, παλαιομοντερνιστικά πια εκφρασμένη «οργή» μπορεί και να οφείλεται στο εφηβικά νεαρόν της ηλικίας κάποιων. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί κανείς να εντοπίσει ακόμη και σήμερα έναν δυσκοίλιο διανοουμενισμό, απότοκο ενδεχομένως μιας κλειστής αντίληψης για την ποίηση, που περιχαρακώνει τον ζωτικό της χώρο και, συχνά, την καθιστά αλαζονικά ενδοαναφορική, τεχνημένα υψηλή, και υποκριτικά βαθυστόχαστη.
Πάντως, πρόκειται για ποίηση που, ούτε λίγο ούτε πολύ, δείχνει μη ενσωματωμένη στην εποχή της.
Σε γενικές γραμμές, λείπει η επιθυμία για την έκπληξη και η γοητεία κειμένων που απευθύνονται στη διέγερση του συνόλου των αισθήσεων, όχι μόνο του νου. Λείπει η αμεσότητα της καθαρής συγκίνησης. Λείπει η επαφή με τη σύγχρονη ποίηση άλλων χωρών. Λείπει μία εκ νέου αποενοχοποιημένη ενσωμάτωση των κατά παράδοσιν ελληνικών συμβόλων, που να τα οδηγεί ομαλά μέσα σ’ ένα ηλεκτρισμένο διεθνιστικό πεδίο, χωρίς ούτε να απωθούνται ούτε να προβάλλονται ως ιδιαιτερότητα. Λείπει η ευρύτερη «ποπ» κουλτούρα με την οποία λογικά μεγάλωσε η συντριπτική πλειονότητα των ποιητών αυτών (δύο τινά συμβαίνουν: είτε κανείς μέσα σ’ αυτή την κουλτούρα δεν γράφει ποίηση και όσοι γράφουν είναι της όπερας, του υψηλού έντεχνου, ή ενός ροκ που μοιάζει να τελειώνει με τους Doors, είτε τα παραδοσιακά στερεότυπα των ποιητικών τρόπων είναι τόσο ισχυρά και δεσμευτικά, μεταβάλλονται τόσο αργά και ανανεώνονται τόσο δύσκολα, ώστε αποκλείουν ή δυσχεραίνουν τη διαπίδυση στοιχείων του ενός κόσμου μες στον άλλον). Λείπουν ακόμη τα διαδραστικά πειράματα και η μικτή γραφή που αφήνεται να κινηθεί με ελευθερία εντός ποικίλων ειδών. Λείπουν, από τη φόρμα, οι πρώτες έστω λαβυρινθώδεις νύξεις της γενιάς του Κυβερνοχώρου. Λείπει η ποιοτική αντιστοιχία με ανάλογα, και πολύ πιο προωθημένα, σύγχρονα επιτεύγματα στους χώρους των υπολοίπων τεχνών (χορό, θέατρο, τραγούδι, εικαστικά, σινεμά). Κυρίως λείπει η ελαφράδα και το χιούμορ.
Πιθανόν η ποίηση θεωρείται στην Ελλάδα μία τέχνη υπερβολικά υψηλή, που δεν επιτρέπεται κανείς να παίξει πολύ μαζί της. Σοβαροφάνεια, επιτηδευμένη ακατανοησία, και αντιμετώπιση της ποίησης ως χώρου εναποθήκευσης των σπλάγχνων και των απωθημένων του ποιητικού υποκειμένου ή αποκλειστικά βαθύνοων ενατενίσεων, έχουν διαδεχτεί την πολύ παλαιότερη μάστιγα του διδακτισμού, με αντίστοιχα καταστροφικά αποτελέσματα: Η ποίηση αντί να αποτελεί τη, ζωντανή και μαγικά συμπυκνωμένη, δημιουργική τέχνη του λόγου, καταλήγει συχνά να είναι το ημίνεκρο όχημα εκμυστήρευσης προσωπικών παθών· αντί να πλάθει σύμπαντα αναπαράγει με τετριμμένους τρόπους τετριμμένα συναισθήματα· έτσι, τείνει να αποκλειστεί από τις κατηγορίες των ζωντανά εξελισσόμενων τεχνών, και μοιάζει να κατοχυρώνεται ως σεβάσμιο μουσειακό είδος, που το απολαμβάνουν ράθυμα και στοχαστικά κυρίως άνθρωποι μιας παλαιότερης τάξης πραγμάτων. Όλα αυτά ευνοούν την αποξένωση από τον αναγνώστη —και μάλιστα τον νεαρό αναγνώστη—, και δίκαια ίσως προκαλούν την αποστροφή και την αγοραστική του περιφρόνηση.
Δυστυχώς, αν και τα τελευταία δέκα χρόνια οι υπόλοιπες τέχνες στην Ελλάδα έχουν κάνει, και μάλιστα συνεργαζόμενες, σημαντικά βήματα εξωστρεφούς επικοινωνιακότητας, χωρίς καθόλου να χάσουν την καινοτόμο και υπερήφανη δυναμική τους, δεν φαίνεται ακόμη να συμβαίνει το ίδιο και με την —προς το παρόν αυτάρεσκα απομονωμένη— τέχνη της ποίησης.
Βασίλης Αμανατίδης, «Η ποιητική “γενιά” του ’90. Προσέγγιση —χωρίς παραδείγματα— σε μια αφανή γενιά», περ. Εντευκτήριο, τχ. 53 (Ιαν.-Μάρτ. 2001) 51-52.