Διερευνώντας τη σχέση ποίησης και πολιτικής, ο Γιώργος Μπλάνας ζητά να την εντάξει σε σύγχρονα συμφραζόμενα απεγκλωβίζοντάς την από επικαιρικά ή κομματικά δεσμά, και να της προσδώσει μια φιλοσοφική διάσταση αφορμώντας από το παράδειγμα του Καρυωτάκη.
[…] Με εξαίρεση το γαλλικό στρουκτουραλιστικό πραγματισμό, που επιχείρησε να ασκήσει κριτική στον «ανθρωπισμό» της αριστεράς, η αριστερή πολιτική συνείδηση ανασυντάχτηκε στη βάση των ρομαντικών αποβλέψεων του επαναστατικού υποκειμένου. Το πολιτικό στοιχείο διευρύνθηκε τόσο πολύ, ώστε όλα έγιναν πολιτικά. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η πολιτική εξαφανίστηκε μετά από ένα τέτοιο άπλωμα, αλλά θα έπρεπε να αποδεχθεί την απόλυτη ταύτιση του κόσμου με τις λογικές φιλοσοφικές προτάσεις των ακαδημαϊκών αιθουσών. Στην πραγματικότητα, η πολιτική θυσίασε την θεωρητική αυτονομία της, για να βρει την εγκόσμια βάση της και να επαναστατικοποιήσει το σύνολο της ύπαρξης. Υπό αυτή την έννοια, η ποίηση του Καρυωτάκη υπήρξε πρωτοποριακά πολιτική και η δημιουργική παρέμβαση του Ρίτσου τεράστιας σημασίας. Ωστόσο, η αργοπορία της κριτικής σκέψης στην Ελλάδα δεν ασχολήθηκε με τέτοιου είδους δυναμικές, όχι γιατί δε διέθετε όραση, ούτε γιατί ήταν θεωρητικά ανεπαρκής, αλλά γιατί ήταν εξαρχής υπαλληλική. Θεώρησε ως έργο της αποκλειστικά την επιβεβαίωση δύο γεγονότων: της ελληνικότητας της γλώσσας που μιλιόταν και γραφόταν και της συνέχειας της αρχαίας Ελλάδας στη νέα. Έτσι δεν κατάφερε να συνεισφέρει το παραμικρό στα επιχειρήματα του νεότερου κόσμου, κλεισμένη στον εαυτό της. Πραγματικά πρωτοποριακά έργα, όπως αυτό του Καρυωτάκη, με δυναμική που συνδέει την πολιτική με την υπαρξιακή αγωνία έμειναν ανεκμετάλλευτα και ίσα-ίσα βουβά. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε τις τύχες της έννοιας της πολιτικής στην Ελλάδα, μέχρι πολύ πρόσφατα. Όταν το να τραγουδάς ένα μελαγχολικό λαϊκό τραγούδι, που μιλάει για λύτρωση εν γένει, είχε πολιτικές συνέπειες, τότε η πολιτική έπαιρνε μια άλλη διάσταση ευρύτερη. Και όσο ευρύτερη γινόταν αυτή η διάσταση, τόσο πιο περιορισμένη η έννοια που φυτοζωούσε στις πανεπιστημιακές αίθουσες. Στο τέλος, η ποίηση του Καρυωτάκη αποδεικνυόταν πολιτική, η έννοια της πολιτικής ένα σκέλεθρο έννοιας και η ακαδημαϊκή σκέψη μια ξεχαρβαλωμένη μαριονέτα, που αντιδρούσε ελάχιστα στις κινήσεις της πραγματικότητας. Το κοινό, οι αναγνώστες, οι μορφωμένοι και οι αμόρφωτοι άνθρωποι, εντελώς παρατημένοι από τους πνευματικούς συνανθρώπους τους, διαμόρφωναν τις δικές τους απόψεις, όπως μπορούσαν, μετατρέποντας τους όρους της ύπαρξής τους και συσσωρεύοντας υλικό για θεωρητικές επεξεργασίες που έμενε ανεκμετάλλευτο.
Γι’ αυτό, κατά καιρούς ορισμένοι έλληνες κριτικοί της λογοτεχνίας εκπλήσσονται όταν βρίσκονται μπροστά σε απόψεις τις οποίες συνάντησαν στο στενό χώρο της ακαδημαϊκής καριέρας τους. Ήταν πολύ στενός και πολύ ξένος ο χώρος εντός του οποίου ασκήθηκε η προβληματική περί της σχέσης ποίησης και πολιτικής. Δυστυχώς, μόλις και μετά βίας μπορούμε να συμπληρώσουμε ορισμένα θεωρητικά κενά. Όπως σε κάθε περίπτωση μακροχρόνιου κοινωνικού αυταρχισμού, έτσι και στην Ελλάδα πρέπει να βιώσουμε την επίσης μακροχρόνια περίοδο πολιτιστικού χάους, που επακολουθεί. Μπορούμε ωστόσο να εμπιστευθούμε την μάλλον ρεαλιστική άποψη, σύμφωνα με την οποία οι έννοιες είναι σχεδόν πάντα τα κενοτάφια των αποτυχημένων προσδοκιών μας για μιαν ύπαρξη «αντικειμενική». Η οντολογία, κατά μίαν έννοια, σκάβει τον λάκκο του Όντος, χωρίς να έχει τίποτε για να τον γεμίσει.
Αναδημοσιεύεται από το ηλεκτρονικό περιοδικό Poeticanet (ανακτήθηκε τον Ιανουάριο 2016).