Παράδοση και μοντερνισμός στη λογοτεχνία μας

Μερακλής Μιχάλης

Ο Μιχάλης Μερακλής συζητά τη θέση της δυσκολίας στη μοντερνιστική και σύγχρονη ποίηση.

[…]

Η δυσκολία αυτή άρχισε να εκδηλώνεται κατεξοχήν με τον υπερρεαλισμό. Έκτοτε ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας έγινε δυσνόητο ή και ολότελα ακατανόητο. Τέθηκε έτσι άλλη μια φορά επί τάπητος το ζήτημα της ασάφειας, η οποία έχει γνωρίσει τόση διάδοση, ώστε πλείστα όσα ποιητικά και πεζογραφικά κείμενα να την επιδιώκουν και να σφραγίζονται από αυτή. Κατ’ αποκλειστικότητα είναι κείμενα του μοντερνισμού, ο οποίος τείνει να ταυτιστεί με την ασάφεια, ανάγοντας τη δυσκολία προσπέλασης του νοήματος σε κύριο γνώρισμα, καθοριστικό, της απαιτητικής, τουλάχιστον για ορισμένους, τέχνης.

Μπορώ στο σημείο αυτό να επισημάνω μια βαθύτερη, μολονότι έκδηλη, αντίφαση. Ο μοντερνισμός —όπως το μαρτυρεί και ο ίδιος ο όρος— είναι το παρακολούθημα της λογοτεχνίας στη διαδικασία εκμοντερνισμού-εκσυγχρονισμού σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο εκμοντερνισμός όμως είναι προϊόν της αντίληψης (κυρίαρχης στον καιρό μας) για τη διαρκή εξελικτική διαδικασία μιας αδιάκοπης προόδου, με παράλληλη σταδιακή απομυθοποίηση και εξορθολογισμό του κόσμου, ενώ συστατικό στοιχείο της τέχνης καθόλου είναι η συμπερίληψη, στο δικό της κόσμο, και του μύθου, της μαγείας, του μη κατανάγκην ορθολογικού […]. Ακόμα και αν δεχτούμε, ότι η μορφή της μοντέρνας λογοτεχνίας νεωτερίζει με την αινιγματώδη έκφρασή της (μολονότι και αυτό είναι ήδη αντιφατικό, αφού η ασάφεια δεν είναι ορθολογικό προσόν), το ουσιαστικό περιεχόμενό της, το βαθύτερο υπόστρωμά της την υποχρεώνει, την αναγκάζει να είναι παραδοσιακή, αφού τα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, τα οποία κατά βάση απασχολούν την τέχνη, δεν είναι τωρινά, σύγχρονα, μόνο: υπήρχαν, υπάρχουν, και θα υπάρχουν.

Σε τελευταία ανάλυση μοντέρνα έργα είναι εκείνα που, άσχετα προς την ηλικία τους, —η οποία μπορεί να μετράει αιώνες—, εμπεριέχουν τα παντοτινά αυτά προβλήματα και τα παρουσιάζουν με τρόπο, που η πρωτοτυπία του δεν στηρίζεται στην ασάφεια και την ακατανοησία, αλλά στην έξοχη επίδοση μιας προσωπικής λογοτεχνικής, και πάντως ολοκάθαρης γλώσσας. Ένας από τους πιο γνωστούς σήμερα συγκριτικούς φιλολόγους, ο George Steiner, στο περισπούδαστο βιβλίο του για την Αντιγόνη του Σοφοκλή και όλες τις Αντιγόνες, που το κλασικό εκείνο έργο ενέπνευσε, γράφει τα εξής: «Νομίζω πως ένα μόνο λογοτεχνικό κείμενο έχει το χάρισμα να εκφράζει όλες τις κύριες σταθερές που διέπουν τις εγγενείς στην ανθρώπινη κατάσταση συγκρούσεις, αυτές οι σταθερές είναι πέντε: η αναμέτρηση μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ ηλικιωμένων και νέων, μεταξύ κοινωνίας και ατόμου, μεταξύ ζωντανών και νεκρών, μεταξύ ανθρώπων και θείου (θεών)» (το έργο αυτό του Steiner έχει μεταφραστεί έξοχα στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Καλέντης).

Ασχέτως προς το αν είναι δυνατό ή και αναγκαίο, ένα έργο να περιλαμβάνει και τις πέντε αυτές αναμετρήσεις, —στις οποίες εγώ θα προσέθετα και μιαν έκτη: μεταξύ παρόντος και παρελθόντος— (ο Steiner τις ανακαλύπτει όλες στη σοφόκλεια Αντιγόνη), ενδιαφέρον έχει να προσέξουμε, ότι από τις πέντε σχέσεις οι δύο τουλάχιστον είναι δεδηλωμένα μεταφυσικές: των ζωντανών με τους νεκρούς, των ανθρώπων με το θεό. Σχέσεις εξαιρετικά δύσκολες ως προς την προσέγγισή τους και, βέβαια, ως προς τη διατύπωσή τους. Ωστόσο ο μεγάλος ποιητής μπόρεσε, και αυτές, να τις εκφράσει με μιαν απαράμιλλη γλωσσική διαφάνεια και σαφήνεια.

Με την ευκαιρία θέλω να πω, ότι η ασάφεια του μοντερνισμού είναι και ένα εύκολο όσο και πονηρό άλλοθι στην έλλειψη και απουσία λογοτεχνικής (καλλιτεχνικής) αξίας. Έτσι έχει η ασάφεια καταντήσει ένα είδος μαζικής, κενής περιεχομένου μόδας.

Εξάλλου, ακόμα και οι επιτυχημένες περιπτώσεις υπ’ αυτήν την έννοια μοντέρνων ποιητών και πεζογράφων, πίσω από την ασάφεια των οποίων διαπιστώνεται η ύπαρξη και ταλέντου και νοημάτων, ιδεών κ.λ.π., υποχρεώνουν τον αναγνώστη να υποβάλλεται σε ένα λύτη αινιγμάτων και αποκρυπτογράφο σπαζοκεφαλιών, ώστε η αισθητική μέθεξη να μεταβάλλεται εν πολλοίς σε κουραστική εγκεφαλική διαλεύκανση αλλεπάλληλων γρίφων. Ο αναγνώστης, στο δρόμο του προς την ανακάλυψη της ουσίας, χάνεται πολλές φορές σε αδιέξοδους λαβύρινθους, τους λαβύρινθους, τελικά, της μορφής. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, σπουδαίοι, όντως, ποιητές να θυσιάζουν τον εαυτό τους, περισσότερο ή λιγότερο, σε μια μορφολατρία ή αλλιώς, στο φορμαλισμό (δεν είναι λίγες οι φορές, όπου ο Ελύτης δεν τα κατάφερε να ξεφύγει από αυτό τον πειρασμό).

[…]

Αναδημοσιεύεται από το ηλεκτρονικό περιοδικό Poeticanet (ανακτήθηκε τον Ιανουάριο 2016).